[4.26.1] Ο Διονυσοφάνης τούς κράτησε όλους να τον συντροφέψουν στο γλέντι, καθώς τον είχαν συντροφέψει στη χαρά του. Ήταν έτοιμο άφθονο κρασί, πολλά ζυμαρικά, πουλιά του βάλτου, γουρουνόπουλα του γάλακτος, διάφορα γλυκά. Θυσιάστηκαν κάμποσα ζώα στους ντόπιους θεούς, [4.26.2] κι ο Δάφνης τούς μοίρασε, αφιερώματα, όλα τα σύνεργα που είχε σα βοσκός και που ᾽χε συγκεντρώσει στο αναμεταξύ: στο Διόνυσο το ταγάρι και την προβιά του, στον Πάνα τη φλογέρα και το σουραύλι, στις Νύμφες τη γκλίτσα και τις καρδάρες που ο ίδιος είχε φτιάξει. [4.26.3] Και τόσο πιο αγαπητές είν᾽ οι παλιές συνήθειες από μια πρωτόγνωρη καλοτυχία, ώστε δάκρυζε την ώρα που αποχωριζόταν το καθένα απ᾽ αυτά. Θέλησε ν᾽ αρμέξει στις καρδάρες, να παίξει στη φλογέρα πριν τις αφιερώσει. [4.26.4] Τα φίλησε όλα τούτα, φώναξε τις γίδες και τους τράγους με τα ονόματά τους. Ήπιε και νερό απ᾽ την πηγή, όπως τόσες φορές άλλοτε με τη Χλόη· για τον έρωτά του ωστόσο δεν έκανε ακόμα λόγο, περιμένοντας κατάλληλη ευκαιρία. [4.27.1] Ενόσω ο Δάφνης έκανε τις θυσίες, η Χλόη είχε άλλες περιπέτειες. Καθόταν κι έκλαιγε, βόσκοντας τα πρόβατα, κι όπως ήταν φυσικό παραπονιόταν: «Με ξέχασε ο Δάφνης, ονειρεύεται πλούσιο γάμο. [4.27.2] Τί τον έβαλα να μου ορκιστεί στις γίδες αντί στις Νύμφες; Τις παράτησε κι εκείνες όπως τη Χλόη. Ούτε κι όταν έκανε θυσίες στις Νύμφες και στον Πάνα αποζήτησε να δει τη Χλόη. Ίσως να βρήκε κοντά στη μάνα του δούλες πιο όμορφες από μένα. Εγώ δεν τη θέλω πια τη ζωή». [4.28.1] Ενώ έλεγε και συλλογιόταν παρόμοια, παρουσιάστηκε ο Λάμπης ο γελαδάρης με μερικούς ζευγάδες και την άρπαξε, βέβαιος ότι δεν υπήρχε πια περίπτωση να την παντρευτεί ο Δάφνης κι ότι ευχαρίστως θα του την έδινε ο Δρύας αυτουνού. Καθώς εκείνη φώναζε αξιολύπητα την ώρα που την έπαιρναν, κάποιος που είδε την απαγωγή ειδοποίησε τη Νάπη κι εκείνη τον Δρύα και τούτος τον Δάφνη, [4.28.2] που έγινε έξω φρενών αλλά μήτε να το πει στον πατέρα του τολμούσε μήτε να το πάρει απόφαση μπορούσε. Βγήκε λοιπόν γύρω στον κήπο θρηνώντας: «Μαύρη η ώρα που με βρήκαν!» έλεγε. [4.28.3] «Πόσο καλύτερα ήμουν όταν έβοσκα, πόσο πιο ευτυχισμένος όταν ήμουν δούλος! Τότε έβλεπα τη Χλόη, ενώ τώρα την άρπαξε ο Λάμπης κι έφυγε, κι όταν βραδιάσει θα κοιμηθεί μαζί της. Κι εγώ πίνω και γλεντάω, μ᾽ όλους τους όρκους που έδωσα στον Πάνα και στις γίδες και στις Νύμφες». [4.29.1] Αυτά τα λόγια του Δάφνη τ᾽ άκουσε ο Γνάθων, κρυμμένος στον κήπο, κι είδε πως του δινόταν ευκαιρία να συμφιλιωθεί μαζί του· πήρε λοιπόν μερικούς νεαρούς υπηρέτες του Αστύλου κι έτρεξε να βρει τον Δρύα. [4.29.2] Ζήτησε από τούτον να τους οδηγήσει στο σπίτι του Λάμπη, πήγε εκεί τρεχάτος, και, πετυχαίνοντάς τον την ώρα ακριβώς που είχε μόλις φέρει τη Χλόη μέσα, του την πήρε από τα χέρια και τσάκισε τους ζευγάδες στο ξύλο. [4.29.3] Σκόπευε να φέρει πίσω τον Λάμπη δεμένο, σα να ᾽ταν αιχμάλωτος από κανένα πόλεμο, αλλά εκείνος πρόλαβε να το σκάσει. [4.29.4] Ύστερα απ᾽ αυτό το σπουδαίο κατόρθωμα γυρίζει πίσω με το σούρουπο και βρίσκει τον Διονυσοφάνη να κοιμάται και τον Δάφνη να ξαγρυπνάει ακόμα κλαίγοντας έξω απ᾽ τον κήπο. Του φέρνει λοιπόν τη Χλόη, του την παραδίνει και του τα διηγιέται όλα, τελειώνοντας με την παράκληση να μην του βαστήξει πια κακία μήτε να τον διώξει από το τραπέζι του, γιατί θα πεθάνει της πείνας, παρά να τον κρατήσει σα χρήσιμο δούλο του. [4.29.5] Ο Δάφνης, αντικρίζοντας τη Χλόη κι έχοντάς τη στην αγκαλιά του, είδε το Γνάθωνα σαν ευεργέτη και συμφιλιώθηκε μαζί του· συνάμα δικαιολογήθηκε στη Χλόη που την είχε παραμελήσει. |