
Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.17.1-4.18.3)
[4.17.1] Ο νέος και μεγαλόψυχος ήταν, κι όχι ανίδεος από ερωτικό καημό· δεν μπόρεσε ν᾽ αντισταθεί στους λυγμούς του Γνάθωνος, που ξανά του φιλούσε τα πόδια. Του υποσχέθηκε λοιπόν να ζητήσει από τον πατέρα του τον Δάφνη και να τον φέρει στην πόλη, να τον έχει ο ίδιος υπηρέτη κι ο Γνάθων ερωμένο. [4.17.2] Θέλοντας να ξαναφέρει τον άλλον στα κέφια του τον ρώτησε χαμογελώντας πώς δεν ντρέπεται να αγαπάει το γιο του Λάμωνος, αλλά και να θέλει να κοιμηθεί μ᾽ ένα αγόρι που βόσκει γίδες — και συνάμα έκανε τάχα πως τον αηδιάζει η τραγίλα. [4.17.3] Ο Γνάθων όμως, που στα συμπόσια των γλεντζέδων είχε διδαχτεί όλη την ερωτική μυθολογία, υπεράσπισε εύστοχα και τον εαυτό του και τον Δάφνη: «Κανένας ερωτευμένος, αφέντη, δε σκοτίζεται για τέτοια. Σ᾽ όποιο κορμί κι αν βρει την ομορφιά, γίνεται αιχμάλωτός της. [4.17.4] Μήπως μερικοί δεν έχουν ερωτευτεί δέντρα, ποτάμια ή άγρια ζώα; Κι όμως είν᾽ αξιολύπητος ένας ερωτευμένος που θα ᾽πρεπε να φοβάται το αντικείμενο του έρωτά του. Το κορμί που εγώ ερωτεύτηκα ανήκει σε δούλο, η ομορφιά του όμως σ᾽ ελεύθερο. [4.17.5] Δε [4.17.6] Ποιός [4.17.7] Ας μην περιφρονούμε ένα παιδί, που είδαμε ως και τις γίδες να τον υπακούνε σαν ερωτευμένες — αλλ᾽ ας έχουμε χάρη στους αϊτούς του Δία, που αφήνουν τέτοιαν ομορφιά να μένει ακόμα πάνω στη γη». |