[4.11.1] Ο Άστυλος τον ευχαρίστησε γι᾽ αυτά και βγήκε να κυνηγήσει λαγούς· πλουσιόπαιδο συνηθισμένο στην πολυτέλεια, είχε έρθει στην εξοχή για να γνωρίσει καινούριες απολαύσεις. [4.11.2] Ο Γνάθων, αντίθετα, ήταν άνθρωπος που ήξερε μόνο να τρώει, να πίνει ώσπου να μεθύσει και κατόπιν ν᾽ αποζητάει ερωτικές ηδονές — κοντολογίς δεν ήταν παρά μασέλα, κοιλιά και τα παρακάτω απ᾽ την κοιλιά. Του ᾽κανε εντύπωση ο Δάφνης σαν έφερε τα πεσκέσια, και καθώς του άρεσαν από φυσικού του τ᾽ αγόρια και συναντούσε εδώ ομορφιά που μήτε στην πόλη δεν έβρισκε, αποφάσισε να ριχτεί του Δάφνη, πιστεύοντας ότι εύκολα θα κατάφερνε ένα γιδοβοσκό. [4.11.3] Έχοντας τέτοιο σκοπό, δεν πήγε στο κυνήγι με τον Άστυλο παρά κατέβηκε εκεί όπου έβοσκε ο Δάφνης, τάχα να δει τις γίδες, στ᾽ αλήθεια όμως ν᾽ ατενίσει τον ίδιο. Για να τον καλοπιάσει του είπε καλά λόγια για τις γίδες, του γύρεψε να παίξει στη φλογέρα του γιδάρικο σκοπό και είπε ότι θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του, που ήταν απεριόριστη, για να τον κάνει γρήγορα ελεύθερο πολίτη. [4.12.1] Νομίζοντας ότι τον είχε πια του χεριού του, ο Γνάθων παραμόνεψε το βράδυ που ο Δάφνης γύριζε πίσω με τις γίδες από τη βοσκή, έτρεξε κοντά του κι αφού τον φίλησε, του ζήτησε να του δοθεί πισώπλατα — όπως οι γίδες στους τράγους. [4.12.2] Ο Δάφνης όμως αργούσε να καταλάβει κι έλεγε ότι καλά να πηδάνε οι τράγοι τις γίδες, αλλά κανένας ποτέ δεν είδε τράγο να πηδάει τράγο, ούτε κριάρι να πηδάει αντί για προβατίνα άλλο κριάρι, ούτε και πετεινό, αντί για κότα, άλλον πετεινό. Τότε ο Γνάθων έφτασε στο σημείο ν᾽ απλώσει χέρι για να τον καταφέρει με το ζόρι, [4.12.3] αλλά καθώς ήταν μεθυσμένος και με δυσκολία στεκόταν όρθιος, με μια σπρωξιά τον έριξε ο Δάφνης καταγής και το ᾽βαλε στα πόδια σα σκυλάκι, παρατώντας τον κατάχαμα· άλλωστε θα χρειαζόταν πια άντρας, κι όχι παιδί, για να τον βοηθήσει να περπατήσει. Ύστερα απ᾽ αυτό ο Δάφνης μήτε που τον πλησίαζε· έβοσκε τις γίδες σ᾽ άλλο μέρος κάθε φορά, αποφεύγοντας εκείνον κι έχοντας το νου του στη Χλόη. [4.12.4] Ο Γνάθων ωστόσο δεν είχε σκοπό να επαναλάβει το πείραμα, μιας κι είχε διαπιστώσει ότι ο Δάφνης δεν ήταν μονάχα ωραίος αλλά και χεροδύναμος· περίμενε ευκαιρία να μιλήσει γι᾽ αυτόν στον Άστυλο, με την ελπίδα ότι τούτος —που ήταν πολύ ανοιχτοχέρης— θα του τον έκανε δώρο. [4.13.1] Η ευκαιρία δεν του παρουσιάστηκεν αμέσως, γιατί με τον ερχομό του Διονυσοφάνη και της Κλεαρίστης χαλούσε ο κόσμος από ζώα, υπηρέτες, άντρες και γυναίκες· κατόπι ωστόσο κάθισε κι έγραψε ένα φλύαρο ερωτικό κείμενο. [4.13.2] Ο Διονυσοφάνης ήταν ένας μεσόκοπος πια, αλλά ψηλός και γεροδεμένος άντρας που μπορούσε να συναγωνιστεί και νέους· πλούσιος όσο λίγοι, ήταν κι ενάρετος όσο κανένας άλλος. [4.13.3] Την πρώτη μέρα που έφτασε έκανε θυσία στους προστάτες θεούς των χωρικών —τη Δήμητρα, τον Διόνυσο, τον Πάνα και τις Νύμφες— και κέρασε όλο τον κόσμο κρασί από το ίδιο κανάτι. Τις επόμενες μέρες επιθεώρησε τη δουλειά του Λάμωνος. [4.13.4] Βλέποντας τα χωράφια οργωμένα, τ᾽ αμπέλια φουντωτά και τον κήπο στις ομορφιές του (για τα λουλούδια είχε αναλάβει την ευθύνη ο Άστυλος) ευχαριστήθηκε πολύ, συγχάρηκε τον Λάμωνα και του υποσχέθηκε ότι θα τον κάνει ελεύθερο. [4.13.5] Ύστερα ανέβηκε και στη γιδοβοσκή, να δει και τις γίδες και το βοσκό τους. |