Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "Σ*"
83 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύναψη [collocation]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- συνδέτης [connector/ connective]
- Γλωσσικό στοιχείο που δηλώνει τη σειρά με την οποία οι πληροφοριακές μονάδες διαδέχονται η μία την άλλη (...
- συνδήλωση [connotation]
- Ο όρος δήλωση, ο οποίος αφορά τη σχέση της γλώσσας με τον κόσμο ανεξάρτητα από την περίσταση επικοινωνίας (Crystal 2000, 401) και έτσι βρίσκεται στους αντίποδες της συνδήλωσης. Αν η δήλωση μιας γλωσσικής έκφρασης εστιάζει στην αναφορική (αναφορά) ή εννοιακή σημασία και καλύπτει όλα τα πιθανά αντικείμενα αναφοράς της στον κόσμο, οι συνδηλώσεις της αφορούν τις μη αναφορικές, βιωματικές αποχρώσεις...
- συνδηλωτική σημασία [connotative meaning]
-
Βλ. συνδήλωση
- σύνδρομο Williams [Williams' syndrom]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- συνεκδοχή [synecdoche]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- συνεκτικότητα [coherence]
- Ο όρος αναφέρεται στην αλληλουχία σημασιών, η οποία καθιστά ένα κομμάτι λόγου κατανοητό ως κείμενο. Πρόκειται για βασική ιδιότητα του κειμένου, η οποία μπορεί να του προσδώσει σημασία, ακόμη και όταν αυτό στερείται συνοχής. Η συνεκτικότητα δεν περιορίζεται στο επιφανειακό κείμενο, αλλά εγκαθιστά σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών στοιχείων και της κοινής γνώσης αυτών που συμμετέχουν στο επικοινωνιακό συμβάν, δημιουργώντας έτσι...
- συνεπαγωγή [entailment]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- συνεχής λόγος [discourse]
- Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος της έννοιας «χρήση της γλώσσας» ή «γλώσσα σε χρήση» και ως συγκεκριμένο ουσιαστικό αναφέρεται σε ένα σχετικά διακριτό υποσύνολο της γλώσσας το οποίο χρησιμοποιείται για συγκεκριμένους κοινωνικούς ή θεσμικούς σκοπούς, π.χ. ο δημοσιογραφικός, ο ιατρικός, ο πολιτικός λόγος, ο λόγος της σχολικής τάξης. Με τη δεύτερη κυρίως σημασία του αποτελεί αντικείμενο μελέτης τόσο της γλωσσολογίας...
- σύνθεση [compounding]
- Η γλωσσική διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό δύο ή περισσότερων λεξικών μορφημάτων και του κλιτικού μορφήματος π.χ. παραγωγή, είναι ότι το πρώτο και το δεύτερο συνθετικό μπορούν να υπάρχουν ως αυτόνομες λέξεις, δηλαδή ανεξάρτητα από τη σύνθετη λέξη, π.χ p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...