σύνθεση [compounding]

σύνθεση [compounding]

Η γλωσσική διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό δύο ή περισσότερων λεξικών μορφημάτων και του κλιτικού μορφήματος π.χ. ανοιγο-κλείν-ω. Στα νέα ελληνικά μεταξύ των λεξικών μορφημάτων συνήθως παρεμβάλλεται ένα συνδετικό φωνήεν, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι το -ο- (ανοιγ-ο-κλείνω). Υπάρχουν τέσσερα είδη συνθέτων, τα οποία διακρίνονται με βάση τη σχέση του πρώτου με το δεύτερο συνθετικό: α) παρατακτικά: τα σύνθετα που παρατάσσουν συμπλεκτικά τις δύο σημασίες , π.χ. αντρόγυνο ('άντρας' & 'γυναίκα')· β) προσδιοριστικά: τα σύνθετα που το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει σημασιολογικά το δεύτερο, π.χ. αγριοπερίστερο ('άγριο' 'περιστέρι')· γ) αντικειμενικά: τα σύνθετα που το ένα συνθετικό αποτελεί αντικείμενο του άλλου, π.χ. αγελαδοτρόφος ('αυτός που εκτρέφει αγελάδες') και δ) κτητικά: τα σύνθετα που η σχέση των δύο συνθετικών είναι προσδιοριστική, αλλά η τελική σημασία δηλώνει κάποιον ή κάτι που έχει ένα βασικό γνώρισμα, π.χ. ασπροπρόσωπος ('αυτός που έχει άσπρο πρόσωπο', 'αντρόπιαστος, τίμιος'). Η σημασία της σύνθετης λέξης μπορεί να είναι προβλέψιμη σε διάφορους βαθμούς· πρβ. γυναικόπαιδα αλλά και ανοιχτομάτης. Βασική διαφορά της σύνθεσης από την παραγωγή, είναι ότι το πρώτο και το δεύτερο συνθετικό μπορούν να υπάρχουν ως αυτόνομες λέξεις , δηλαδή ανεξάρτητα από τη σύνθετη λέξη, π.χ. ανεβαίνω-κατεβαίνω/ ανεβοκατεβαίνω.

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)

 

Πεδίο

μορφολογία