συνδήλωση [connotation]

συνδήλωση [connotation]

Ο όρος συνδήλωση αναφέρεται σε καταστασιακές/περιστασιακές και μη καταστατικές όψεις της σημασίας των γλωσσικών εκφράσεων (Levinson 1983, 49, 150) και συχνά απαντά σε συνδυασμό με τον όρο δήλωση, ο οποίος αφορά τη σχέση της γλώσσας με τον κόσμο ανεξάρτητα από την περίσταση επικοινωνίας (Crystal 2000, 401) και έτσι βρίσκεται στους αντίποδες της συνδήλωσης. Αν η δήλωση μιας γλωσσικής έκφρασης εστιάζει στην αναφορική (αναφορά) ή εννοιακή σημασία και καλύπτει όλα τα πιθανά αντικείμενα αναφοράς της στον κόσμο, οι συνδηλώσεις της αφορούν τις μη αναφορικές, βιωματικές αποχρώσεις που έχει η συγκεκριμένη έκφραση (συνήθως εντός συμφραζομένων ), το συγκινησιακό περιεχόμενο [emotive content] που της αποδίδεται (Lyons 1977, 175∙ Palmer 1981, 2, 15∙ Leech 1981, 12-14). Συνεπώς η συνδήλωση είναι ένα επιπλέον επίπεδο σημασίας το οποίο μάλιστα είναι συνομιλιακά διαπραγματεύσιμο και ρευστό, σε αντίθεση με το περιεχόμενο της δήλωσης, του σκληρού πυρήνα της αναφορικής σημασίας (βλ. εννοιολογικό περιεχόμενο, σύμφωνα με τον Leech 1981, 12).

Κατά τον Leech (1981, 13) η διάκριση αναφορικής και συνδηλωτικής σημασίας συμπίπτει με τη διάκριση «γλώσσας» και «πραγματικού (= εξωγλωσσικού) κόσμου»∙ εξ ου και η συνδήλωση θεωρείται μάλλον περιφερειακό στοιχείο της σημασίας, ενώ η ρευστότητά της δικαιολογεί την περιφερειακή θέση της στην παραδοσιακή σημασιολογία. Τέλος, η συνδηλωτική σημασία είναι όχι μόνο ακαθόριστη αλλά εξίσου δυναμική με τις κοινωνικές δομές στο πλαίσιο των οποίων δημιουργείται. Έτσι, οποιοδήποτε χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου αναφοράς, είτε είναι αντικειμενικά διαπιστωμένο είτε είναι υποκειμενικό, μπορεί να συνεισφέρει στη συνδηλωτική του σημασία. Αντίθετα, η αναφορική σημασία θεωρείται ότι μπορεί να αποδοθεί με ένα περιορισμένο, σταθερό και σαφώς προσδιορισμένο σύνολο συμβόλων (π.χ. διαφοροποιητικών σημασιακών χαρακτηριστικών .

Τα σαφέστερα παραδείγματα συνδηλώσεων αφορούν πολιτισμικά τοποθετημένες έννοιες, όπως, π.χ., γεροντοπαλίκαρο ή γεροντοκόρη. Μακράν του να σημαίνουν απλώς 'μεσήλικας/η που (ενώ θα μπορούσε) δεν έχει παντρευτεί', περιεχόμενο που αντιστοιχεί στη δήλωσή τους, οι όροι αυτοί έχουν απαξιωτικές συνδηλώσεις (που κυμαίνονται από 'στρυφνό και ανεπιθύμητο άτομο' ως 'κοινωνικό απόβλητο', ανάλογα με την κοινότητα πρακτικής). Έτσι, δεν μπορούμε να αναφερθούμε ουδέτερα σε ένα ανύπαντρο άτομο μέσης ηλικίας με τον όρο γεροντοπαλίκαρο -ακόμη λιγότερο δε με τον όρο γεροντοκόρη-, χωρίς να μεταδώσουμε τις σχετικές συνδηλώσεις τους. Παρατηρήστε επίσης ότι οι αρνητικές συνδηλώσεις του δεύτερου όρου είναι εντονότερες από ό,τι του πρώτου, γεγονός που μαρτυρεί σεξιστικές κοινωνικές παραδοχές που δεν μπορούν παρά να εκφράζονται και γλωσσικά. Συνεπώς, οι γλωσσικές εκφράσεις ενδέχεται να είναι διαβαθμισμένες ως προς τις συνδηλώσεις τους, πρβ. άτεκνος - άκληρος.

Υπάρχουν όμως και λιγότερο προφανή παραδείγματα συνδηλωτικής σημασίας: ενώ η αναφορική σημασία της έκφρασης μητέρα είναι 'θηλυκός γονέας', οι συνδηλώσεις της είναι, μεταξύ άλλων, 'φροντίδα', 'στοργή', 'αγάπη', 'προστασία', 'θαλπωρή', 'αυτοθυσία' κλπ., τα οποία μάλιστα, συνυπολογιζόμενα, αντιστοιχούν στο στερεότυπο της μητέρας (το οποίο επικαλούμαστε στην έκφραση μου στάθηκε σαν μητέρα). Επίσης, η αναφορική σημασία της γλωσσικής έκφρασης μαχαίρι είναι 'άψυχο φυσικό αντικείμενο και τεχνούργημα', αλλά οι συνδηλώσεις του είναι, μεταξύ άλλων, ότι το 'χρησιμοποιούμε για να κόβουμε', 'μπαίνει στο τραπέζι στη δεξιά πλευρά του πιάτου', είναι 'μεταλλικό αντικείμενο βιομηχανικής κατασκευής' αλλά και 'όπλο' και κατ' επέκταση ανακλητικό (πρβ. συνδηλωτικό) της «βίας». Συνεπώς, οι συνδηλώσεις μιας γλωσσικής έκφρασης περιλαμβάνουν όχι μόνο τις φυσικές αλλά και τις κοινωνικές και ψυχολογικές ιδιότητες οι οποίες αποδίδονται σε συγκεκριμένες έννοιες (Leech 1981, 12), και συνδέονται με τη λεγόμενη «εξωσυστημική», «εξωγλωσσική σημασία». Για μια αντίθετη άποψη που υποστηρίζει ότι η σημασία των γλωσσικών εκφράσεων είναι εγκυκλοπαιδικής φύσης και δεν υπόκειται σε τέτοιους διαχωρισμούς βλ., π.χ., Langacker (1988α).

Καθώς οι ατομικές και κοινωνικές παραδοχές διαφέρουν από εποχή σε εποχή, οι συνδηλώσεις είναι ρευστές και επιρρεπείς σε αλλαγές που είναι απόρροια της σχέσης γλώσσας και κοινωνίας. Έτσι, οι συνδηλώσεις μιας έκφρασης εξαρτώνται από εφήμερα κοινωνικά πρότυπα ως προς, π.χ., το σωματότυπο, έτσι ώστε στην ελληνική το στρουμπουλός-ή-ό είχε κάποτε μάλλον θετικές ενώ σήμερα μάλλον αρνητικές συνδηλώσεις, παρότι χρησιμοποιείται ακόμη ευφημιστικά αντί του στιγματισμένου χοντρός-ή-ό (ή του λιγότερο στιγματισμένου παχύς-ιά-ύ). Οι όροι με αρνητικές συνδηλώσεις υπόκεινται συχνά στη διαδικασία του ευφημισμού , κατά την οποία αντικαθίστανται από εκφράσεις που έχουν την ίδια περίπου δήλωση αλλά όχι και τις ίδιες συνδηλώσεις. Όμως, δεδομένης της ανεπιθύμητης ή κοινωνικά στιγματισμένης έννοιας στην οποία αναφέρονται, οι ευφημιστικές εκφράσεις γίνονται και αυτές με τη σειρά τους αντικείμενο περαιτέρω ευφημισμού, όπως το κλασικό παράδειγμα του χώρου για τις σωματικές μας ανάγκες: βλ. αποχωρητήριο, τουαλέτα, μπάνιο/λουτρό, βε-σε (WC > water closet), μέρος κλπ. Οι ευφημιστικές εκφράσεις σπάνια μένουν σταθερές, εφόσον συνδέονται με έννοιες ταμπού και καθρεφτίζουν τις προκαταλήψεις που τις συνοδεύουν, αποτελώντας κομβικό σημείο της σημασιολογικής αλλαγής . Δεδομένης της αδιάλειπτης διαδικασίας γλωσσικής αλλαγής , όταν οι συνδηλώσεις μιας έκφρασης παγιωθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να φτάσουν να γίνονται αντιληπτές ως μέρος του εννοιακού περιεχομένου, ο ευφημισμός κρίνεται απαραίτητος.

Κ. Κανάκης

Πηγές

  • Crystal, D. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Langacker, R. W. 1988α. A view of linguistic semantics. Στο Topics in Cognitive Linguistics, επιμ. B. Rudzka-Ostyn, 49-90. Amsterdam & Φιλαδέλφεια: John Benjamins.
  • Leech, G. 1981. Semantics. 2η έκδ. Harmondworth: Penguin.
  • Lyons, J. 1977. Semantics. 2 τόμ. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Levinson, S. C. 1983. Pragmatics. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Palmer, F. R. 1981. Semantics. 2η έκδ. Cambridge: Cambridge University Press.