οδοντικό σύμφωνο [dental consonant]

οδοντικό σύμφωνο [dental consonant]

Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσής τους. Πρόκειται για μια κατηγορία συμφώνων στην άρθρωση των οποίων συμμετέχουν τα (πάνω) δόντια ως τουλάχιστον ένας αρθρωτής. Διακρίνουμε τα μεσοδοντικά [interdental] ή γλωσσοδοντικά ή ακροδοντικά [apico-dental] εξακολουθητικά [ð θ], τα οποία παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας (που βρίσκεται μεταξύ των επάνω και κάτω δοντιών) ακουμπήσει στα επάνω δόντια. Τα σύμφωνα αυτά απαντούν στα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά και τα ισπανικά. Όταν η άκρη της γλώσσας ακουμπήσει στο πίσω μέρος των πάνω δοντιών ή στα φατνία παράγονται αντίστοιχα τα οδοντικά ή φατνιακά κλειστά σύμφωνα [t d]. Οδοντικά είναι τα σχετικά σύμφωνα της ελληνικής στις λέξεις τότε, ντύνω, ενώ ως φατνιακά προφέρονται τα αντίστοιχα σύμφωνα της αγγλικής στις λέξεις tell, do. Kαι για τις δύο κατηγορίες συμφώνων χρησιμοποιούνται συνήθως αδιακρίτως τα παραπάνω σύμβολα του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου , ενώ όταν υπάρχει ανάγκη να διακριθούν τα οδοντικά χρησιμοποιούνται τα σύμβολα [t̪ d̪].

Μ. Αραποπούλου

Πηγές

  • Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Πετρούνιας, Ευ. [1984] 1993. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. 1ος τόμ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  • Pullum, G. K. & W. A. Ladusaw. 1996. Phonetic Symbol Guide. 2η έκδ. Σικάγο & Λονδίνο: The University of Chicago Press.

Μπορείτε να ακούσετε τους σχετικούς φθόγγους, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω διευθύνσεις:

 

Πεδίο

φωνητική