Μια γειτονιά, δύο εποχές.
Επίπεδο: Β2 | Δεξιότητα: Κατανόηση Γραπτού Λόγου | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγή: | Άννα Κοκκινίδου | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα: | Κατανόηση αυτοβιογραφικού, εύκολου λογοτεχνικού λόγου και περιγραφών, ενεργητική ανάγνωση για την πρόβλεψη του νοήματος κάποιων άγνωστων λέξεων, εξοικείωση με το ύφος του λογοτεχνικού λόγου (συνειρμικό ύφος της αφήγησης, ανάκληση γεγονότων κ.ά.). Ιδιαίτερη εξοικείωση με συνεκφορές και περιγραφικό λεξιλόγιο. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος: | Ο υποψήφιος μπορεί να διαβάζει με μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας (βλ. σχετικά ΚΕΠΑ, σελ.115) και να κατανοεί κείμενα με λογοτεχνική χροιά, όχι ιδιαίτερα δύσκολα. Μπορεί να παρακολουθεί την εξέλιξη των ιδεών στο κείμενο, να εξάγει πληροφορίες και να απαντά στα κειμενικά ερωτήματα. Ο υποψήφιος, πρέπει να διαθέτει, επίσης, ευρύ λεξιλόγιο ενεργητικής ανάγνωσης. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: | Πολλαπλή επιλογή με 4 επιλογές: 7 σωστές απαντήσεις + 1 παράδειγμα (7 μονάδες). Κείμενο: αυθεντικό χαμηλής τυπικότητας προς το φιλικό, περιγραφικό, ιστορικό κτλ. (600 λέξεις). | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λέξεις κλειδιά: | Γειτονιά, αυτοβιογραφία, παρελθόν, αλλαγές, τόπος, δικαστήριο, σταθμός, αφήγηση. | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Κείμενο
Μια γειτονιά, δύο εποχές.
Πρέπει να σου μιλήσω για τη γειτονιά μου. Έφυγα και φοβάμαι πως θα την ξεχάσω. Πρέπει να διαλέξω τις σωστές εικόνες για να μπορείς να κάνεις μια νοερή βόλτα στις μυρωδιές και στις εικόνες της γειτονιάς μου. Στη γειτονιά μου υπήρχαν, όπως σε όλες τις γειτονιές της πόλης, πολλοί φούρνοι, πέντε σε δύο τετράγωνα. Για να είμαστε δίκαιοι ως προς τους φουρνάρηδες, πηγαίναμε εκ περιτροπής μια στον ένα, μια στον άλλο. Εγώ προτιμούσα τα κουλούρια του κυρ-Φώτη, μα και η Σοφία στην άλλη γωνία έψηνε χωριάτικο ψωμί εξαιρετικό.
Μετά ήταν το πάρκο απέναντι από το σταθμό − με χιλιάδες επιβάτες να έχουν ρίξει μια βιαστική ματιά πριν φύγουν με το τρένο, με χιλιάδες αποχαιρετισμούς και συναντήσεις − ένα σιντριβάνι, παγκάκια ολόγυρα και ένα δέντρο, τη διχάλα του οποίου χρησιμοποιούσαμε σαν μπασκέτα. Παίζαμε, και τι δεν παίζαμε σε εκείνο το πάρκο. Όλα εκείνα τα παιχνίδια που τώρα δεν υπάρχουν εύκολα. Αμερικανίνο, τζαμί, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό και πολλά άλλα της δικής μας επινόησης. Σήμερα μπροστά από το πάρκο υψώνεται ένας τεράστιος γερανός, ο βραχίονας του οποίου σχεδόν αγκαλιάζει το σταθμό. Ένα σημαντικό έργο, το μετρό, κατασκευάζεται εδώ και χρόνια, εργάτες πάνε και έρχονται, μες την κάψα και το λιοπύρι, μες το ψύχος και τον αέρα, ενώ η γιαγιά μου, που μένει ακόμα, στη γειτονιά, ρεμβάζει και κοιτά την πρόοδο των έργων από το παράθυρό της.
Κοντά στη γειτονιά μου είναι και το λιμάνι, και καμιά φορά ο διάσημος βόρειος άνεμος, ο βαρδάρης − το όνομα του οποίου έχει και η γειτονιά - έφερνε μυρωδιές θαλασσινές, βιομηχανικές, μια νότα αλατισμένου αγέρα θαρρείς. Μετά ήταν η κυρά Μαρίκα και ο κυρ Μήτσος, που πέθανε πια εδώ και χρόνια, με το μπακαλικάκι με τα εδώδιμα. Και τι δεν έβρισκες εκεί μέσα! Έβρισκες και του πουλιού το γάλα, πραγματικά.
Φαντάσου ένα γωνιακό μπακάλικο, με τρεις εισόδους, πέντε διαδρόμους, αποθήκες πολλές, φίσκα με πράγματα. Τώρα, ο σοφός τους απόγονος, το έκανε κανονική επιχείρηση. Σημαντική εικόνα της γειτονιάς, στο νότιο άκρο της, είναι το δικαστικό μέγαρο. Οι προτομές Ελλήνων ηρώων το φυλάνε και μια μεγάλη πλατεία γεμίζει και αδειάζει κάθε μέρα από πλήθος υπαλλήλων, δικαστών, δικηγόρων και πελατών της δικαιοσύνης. Μικρά γαλλικού τύπου καφέ σφύζουν από αγορεύσεις και δοκιμές λόγων.
Μετακινήσεις συνεχείς στη γειτονιά, γιατί είναι εμπορική το πρωί, και έχει ησυχία το βράδυ. Η γειτονιά μου προσπαθεί, δηλαδή, να είναι ήσυχη, μα δεν την αφήνουν και τόσο. Είναι αυτό που λέμε «κέντρο-απόκεντρο». Ένα πολύβουο μελίσσι με δεκάδες διαφορετικούς διερχόμενους και αλλαγή διάφορων προσώπων κατά τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Το πρωί, οι υπηρεσίες που είναι ανοιχτές και οι άνθρωποι που συνωστίζονται γύρω από το δικαστήριο, τα αναρίθμητα μαγαζιά με ρούχα και οι μικρές βιοτεχνίες στα στενά απέναντι από το μέγαρο, τα φωτοτυπεία και τα τυπογραφεία, αμάξια παρκαρισμένα παντού, σχεδόν κρέμονται από τα δέντρα. Δεκάδες λεωφορεία στο σταθμό περιμένουν τον κόσμο που έρχεται με το τρένο στον εκσυγχρονισμένο πια σταθμό. Το μεσημέρι γεμίζουν τα καφέ και τα ουζάδικα της περιοχής, κόσμος πηγαινοέρχεται και πάλι, κίνηση απίστευτη, και ξαφνικά εκεί γύρω στις επτά το σύμπαν της γειτονιάς αδειάζει και αφήνεται στους κατοίκους της, με την υπόμνηση της κίνησης στις ανακοινώσεις του σταθμού και των πρακτορείων των λεωφορείων. Τις γωνιές του σταθμού καταλαμβάνουν άνθρωποι που αναζητούν στέγη, ενώ στην επόμενη γωνία, στα ανατολικά της γειτονιάς, σημαίνει το συσσίτιο για τους αναζητούντες τροφή στην ενορία της γειτονιάς.
Το τακ-τακ της ραπτομηχανής της κυρά Μάγδας ακούγεται μες το σκοτάδι, μπαλώνει, ράβει και σχεδιάζει μοντελάκια ως τα μεσάνυχτα, ενώ τον πίσω τοίχο του μαγαζιού της κοσμεί ένας τεράστιος πύργος του Άιφελ, μια εικόνα του Παρισιού στη μέση της οδού Αναγεννήσεως. Όλο το κομμάτι του δρόμου μυρίζει από την κάβα της γωνίας, όπου βαρέλια ανεβοκατεβαίνουν στο υπόγειο, πριν πάρουν το δρόμο τους στις ταβέρνες της πόλης. Λίγο πριν κλείσουν για το βράδυ, η φαρμακοποιός και ο σύζυγός της σκουπίζουν το πεζοδρόμιο, ενώ ο άλλος μπακάλης, κύριος ανταγωνιστής του γιου της κυρά Μαρίκας, μαζεύει τα φρούτα και τις κλούβες με τα λαχανικά. Η γειτονιά κλείνει για να ανοίξει ξανά σε λίγες ώρες, ενώ ένα κομμάτι της ψυχής μου κοιμάται και ξυπνά με όλα αυτά.