Αυτοί που πήραν τα βουνά: Επτά φίλοι και ένα κτήμα

Επίπεδο: Γ1 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή: ΕΤ1 Επεισόδιο 4, μέρος 1 (11/12/2010)

Κείμενο

Ομιλητής 1: Απλά είχαν αποφασίσει στη γενική συνέλευση στην πολυκατοικία που έμενα, να αλλάξουν κλειδαριές Κυριακή βράδυ. Δεν είχε έρθει κάτι, να με ενημερώσει για την πράξη αυτή, εγώ, Κυριακή απόγευμα βγήκα και γύρισα Κυριακή βράδυ και δε μπορούσα να μπω στην πολυκατοικία.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Στο σπίτι σου.
Ομιλητής 1: Αυτό θα μπορούσε να ήτανε ένα γεγονός απορίας σίγουρα, αλλά η κατακλείδα ήρθε όταν χτύπησα στη διπλανή μου, για να μου ανοίξει και δεν μου άνοιξε λέγοντάς μου ότι δεν με γνωρίζει.
Ομιλητής 3: Είχα περάσει κάποια προβλήματα αναπνευστικά και στην Αθήνα ήμουν όλο με φάρμακα, και δεν έβγαινε πουθενά αυτό το πράγμα, ώσπου ένας γιατρός μου είπε να μην το παλεύω στην Αθήνα, να πάω να ζήσω αν μπορώ πουθενά, σε ένα καλύτερο περιβάλλον, στην επαρχία αν είναι δυνατόν, και ήδη κάθισε … όλα τα προηγούμενα που είχαμε συζητήσει με τα παιδιά, οι συζητήσεις, ήρθε και αυτό, και πήρα και εγώ την απόφασή μου. Πέρα από όλα τα υπόλοιπα που και εγώ αισθανόμουν πιεσμένος και αγχωμένος, δεν την άντεχα την Αθήνα.
Ομιλητής 4: Δε συναντιόμασταν καθόλου, συναντιόμασταν στο ψυγείο με σημειώματα.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Ναι ε; Δεν είχατε καθόλου χρόνο.
Ομιλητής 4: Δεν είχαμε καθόλου προσωπικό χρόνο, ούτε ο καθένας για τον εαυτό του, ούτε μαζί σα ζευγάρι.
Ομιλητής 5: Πηγαίνοντας στη δουλειά μια μέρα, μπήκα στο τρόλεϊ να πάω στο γραφείο, γιατί δούλευα σε ένα συμβολαιογραφείο πολλά χρόνια κι είδα δύο ενήλικες στην πόρτα του τρόλεϊ να παίζουν ξύλο, και κυριολεκτώ, να παίζουν μπουνιές, να ανταλλάσουν μπουνιές γιατί το τρόλεϊ
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Ποιος θα μπει
Ομιλητής 5: Γιατί το τρόλεϊ ήτανε γεμάτο και δεν χωρούσαν και οι δύο, κάποιος έπρεπε να μπει και κανείς δεν παραχωρούσε τη θέση του.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Τι σχέση έχουν δύο ψυχολόγοι, ένας προγραμματιστής, ένας μηχανικός αυτοκινήτων, μια γραφίστρια και μια δικηγόρος με τον μουσικό όρο «φούγκα»; Καμία. Με τη σημασία της λέξης «φούγκα» όμως, που είναι η φυγή, η απόδραση, έχουν μεγάλη σχέση. Αυτοί οι άνθρωποι τα βρόντηξαν, κρέμασαν τα πτυχία τους στην Αθήνα, ήρθαν στο χωριό Λουκάς της Ηλείας και έφτιαξαν ένα υπέροχο κτήμα. Α … και το ονόμασαν Φούγκα.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Ας το πάρουμε από την αρχή, έξι νέοι άνθρωποι, για να μην πω ηλικίες, θα πω ότι είστε όλοι κοντά στα σαράντα. Πέφτω μέσα;
Ομιλητής 5: Ναι
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Ωραία. Κρεμάτε τα πτυχία σας, στην Αθήνα, όλοι μορφωμένοι άνθρωποι, δικηγόρος, προγραμματιστής, γραφίστρια, δύο ψυχολόγους έχει η παρέα, και φεύγετε και έρχεστε εδώ στο χωριό Λουκάς, που ούτε έχετε καταγωγή από εδώ, ούτε τίποτα, για να φτιάξετε ένα κτήμα, άσχετοι με το αντικείμενο, καλά τα λέω;
Ομιλητής 5: Εντελώς καλά.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Πώς έγινε;
Ομιλητής 4: Συγγνώμη, μια παρένθεση, και ένα μηχανικό έχει η παρέα.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Και ένας μηχανικός, σωστά. Να πούμε ότι ήσασταν φίλοι, στην Αθήνα, όλοι;
Ομιλητής 4: Ναι, πολλά χρόνια.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Εσείς οι δυο είστε αντρόγυνο.
Ομιλητής 4: Ναι.
Ομιλητής 4: Ήμαστε αντρόγυνο. Κουμπάροι με τη Ράνια…
Ομιλητής 5: Μπλέξαμε
Ομιλητής 4: Ναι, ήτανε και συγγενείς και φίλοι, ήτανε φίλοι και συγγενείς μαζί, όλοι μαζί.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Και πώς έγινε; Ξυπνήσατε ένα πρωί και είπατε «φεύγουμε»;
Ομιλητής 5: Όχι δεν έγινε έτσι. Αρχίσαμε να το συζητάμε. Λίγο σαν πλάκα, λίγο σαν φαντασίωση, τι ωραία που θα ήτανε να μη ζούσαμε στην Αθήνα, και να ζούσαμε κάπου αλλού, και να ήταν κάποια πράγματα πιο ήρεμα και να μην τραβάμε αυτό που τραβάμε. Και να μη είχαμε όλο αυτό το πράγμα που δεν έχουμε χρόνο, που θέλουμε να βγούμε ένα σαββατοκύριακο και λέμε «μπα μωρέ, που να πάμε τώρα, άσε καλύτερα, τρέχουμε όλη τη βδομάδα, ας κάτσουμε μέσα να δούμε μια ταινία …», που είχε αρχίσει να γίνεται πιεστικό, αλλά είχε αρχίσει να γίνεται σχεδόν ταυτόχρονα πιεστικό σε όλους μας. Και αρχίσαμε να το συζητάμε έτσι λίγο, όπως σου είπα, λίγο στην πλάκα, λίγο σαν ιδέα, σαν αυτά και δεν ξέρω πώς, περιέργως, άρχισε να κάθεται δηλαδή καθώς το συζητούσαμε άρχισε να φαίνεται ότι θα μπορούσε και να γίνει. Δεν είναι τόσο δύσκολο ίσως, δεν είναι και τόσο μη πραγματικό…
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Έπαιρνε μορφή
Ομιλητής 5: Έπαιρνε μορφή
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Εσείς ξεκινήσατε φαντάζομαι στις ταβέρνες, πίνατε, τρώγατε, και λέγατε «μωρέ δεν πάμε να φύγουμε;» και άρχισε να παίρνει μορφή αυτό το πράγμα
Ομιλητής 5: Και άρχισε να παίρνει μορφή ναι…
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Είναι πολύ ωραίο έτσι όπως ακούγεται. Το πρακτικό κομμάτι. Δεν είναι εύκολο έτσι να τα παρατήσεις όλα και να φύγεις Είχατε δουλειές όλοι υποθέτω…
ΟΛΟΙ: Ναι, όλοι
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Στρωμένες δουλειές;
Ομιλητής 4: Στρωμένες δουλειές, ναι.
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Και ήρθατε εδώ που δεν υπήρχε τίποτα. Πώς βρήκατε το μέρος εδώ;
Ομιλητής 4: Το μέρος το βρήκαμε κατά τύχη. Είχαμε αρχίσει να ψάχνουμε μερικά χρόνια πριν, στις διακοπές, είχαμε μοιραστεί και ψάχναμε ανά την Ελλάδα, είχαμε φτάσει μέχρι Πίνδο, και από μια φίλη που είχε ένα φίλο που αυτός ο φίλος ήξερε το μεσίτη, ένα μεσίτη
Ομιλητής 2(δημοσιογράφος): Και ήρθατε εδώ
Ομιλητής 4: Και μας σύστησε αυτό το μέρος, ο οποίος μεσίτης κατά τύχη ήταν και ο ιδιοκτήτης του κτήματος, και έτσι ήρθαμε…