Το έξυπνο κόλπο του έμπορου

Επίπεδο: Β2 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή: Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ http://www.paramithas.gr/to-eksipno-kolpo-tou-emporou/
Συγγραφέας: Αφηγητής: Νίκος Πιλάβιος
Ηθοποιοί: Αφηγητής, Χανετσής, Έμπορος

Κείμενο

Μια φορά και έναν καιρό ένας έμπορος πήγαινε από μια πόλη σε άλλη με δυο μουλάρια φορτωμένα πραμάτιες. Ο καιρό ήταν πολύ κρύος και βροχερός. Χειμώνας με τα όλα του. Και ο έμπορος βράχηκε ως το κόκαλο. Ομπρέλα δεν μπορούσε να κρατάει γιατί τα χέρια του όπως και τα πόδια του ήταν ξεπαγιασμένα. Βράδιασε έξω από ένα χάνι. Χτυπάει την πόρτα, βγαίνει ο χανετσής έξω και του λέει:
ΧΑΝΕΤΣΗΣ: «Δυστυχώς φίλε μου δεν υπάρχει χώρους ούτε για τα ζώα σου ούτε και για σένα.»
ΕΜΠΟΡΟΣ: «Υπάρχει δεν υπάρχει εδώ θα περάσω τη νύχτα μου. Είμαι ξεπαγιασμένος και δεν μπορώ να κάνω βήμα, μα και να μπορούσα εγώ δεν θα μπορούσαν τα μουλάρια μου. Είναι κατάκοπα και καταπουντιασμένα κι αυτά. Κάμε λοιπόν ότι κάμεις και θα πληρωθείς καλά! Διπλά και τριπλά απ’ ότι σε πληρώνουν άλλοι.»
ΧΑΝΕΤΣΗΣ: «Τι να σου πω. Βλέπω πως δεν πρέπει να σε διώξω. Φέρε τα μουλάρια στην πίσω πόρτα.»

Ταχτοποιήσανε τα μουλάρια καλά σε μιαν άκρη του στάβλου, πήραν από μισά εμπορεύματα ο χανετσής και ο έμπορος και μπήκανε στο σαλόνι. Εκεί, δεν υπήρχε πραγματικά θέση ούτε για έναν άνθρωπο. Όλες οι καρέκλες και τα τραπέζια ήτανε πιασμένα από άλλους ταξιδιώτες που είχαν αποκλειστεί και εκείνοι απ’τον παλιόκαιρο. Αν πεις και για κοντά στο τζάκι εκεί ήτανε που βελόνα να ’ριχνες δεν θα ‘πεφτε στο πάτωμα. Οι μισοί ταξιδιώτες ήταν μαζεμένοι κοντά στη φωτιά. Ο χανετσής προχώρησε στην τελευταία γωνιά του σαλονιού, παραμέρισε κάτι παλιές καρέκλες, απόθεσε τα εμπορεύματα που κουβαλούσε χάμω, και λέει στον έμπορο:
ΧΑΝΕΤΣΗΣ: «Όπως βλέπεις δε σου έλεγα ψέματα πως δεν υπάρχει χώρος. Τα μουλάρια τα βολέψαμε καλύτερα. Βολέψου και εσύ εδώ προσωρινά και βλέπουμε. Είναι μερικοί ντόπιοι εδώ που θα φύγουν. Δεν ξέρω όμως πότε ακριβώς γιατί καμιά φορά ξημερώνονται.»
«Ευχαριστώ», λέει ο έμπορος.
ΕΜΠΟΡΟΣ: « Από το τίποτα κάτι είναι κι αυτό. Ετοίμασέ μου τώρα ένα ζεστό και αργότερα κάτι για φαγητό.»
ΧΑΝΕΤΣΗΣ: « Απ’αυτά έχω μην ανησυχείς».

Έκαστε ο έμπορος στην άκρη και ύστερα από λίγο ρούφαγε ένα ζεστό τσάι του βουνού με κονιάκ μέσα, που του ζέσταινε τα σωθικά. Όταν συνήλθε κάπως έριξε μια ματιά κατά το τζάκι και είδε πως αυτοί που κάθονταν τριγύρω ούτε βρεγμένοι ήταν ούτε κουρασμένοι φαίνονταν. Ήταν αργόσχολοι απ’το ίδιο χωριό που περνούσαν απλώς την ώρα τους χουζουρεύοντας τη θαλπωρή της φωτιάς. Τώρα θα δεις πως αδειάζει κιόλας το σαλόνι, μουρμουρίζει μέσα απ’τα δόντια του. Καλεί αμέσως τον χανετσή και του λέει εμπιστευτικά τάχα, αρκετά δυνατά όμως, για να ακούγεται απ΄’όλους: «Εσύ μην ανησυχείς φτάνει η πραμάτεια μου να πληρωθείς ότι σου ταξα. Εγώ όμως έπαθα μεγάλη ζημιά.»
ΧΑΝΕΤΣΗΣ: «Τι έπαθες άνθρωπέ μου; Σε βλέπω καλά να ’σαι.»
ΕΜΠΟΡΟΣ: «Σκύψε κοντά μου».

Ο χανετσής έσκυψε και έστησε αυτί κι ο έμπορος του ‘πε πως εκείνη μόλις τη στιγμή ανακάλυψε πως είχε χάσει το πορτοφόλι του με πενήντα χιλιάδες δραχμές.

ΧΑΝΕΤΣΗΣ: «Ξέρεις τουλάχιστον που το ‘χασες;»
ΕΜΠΟΡΟΣ: «Όχι ακριβώς μα πρέπει κάπου εδώ κοντά να το ‘χασε γιατί ενωρίτερα έτυχε να βάλω το χέρι μου στην τσέπη μου και το είχα.»
ΧΑΝΕΤΣΗΣ: «Μεγάλη ζημιά έπαθες μα τι να γίνει…Εσύ να ‘σαι καλά!»
ΕΜΠΟΡΟΣ: «Μα δεν έχασα ακόμα όλες τις ελπίδες μου. Λέω να σηκωθώ πολύ πρωί, πριν ακόμα χαράξει η αυγή και να ψάξω…Πιστεύω πως θα το βρώ.»

Αυτό ήταν το κόλπο του έμπορου έπιασε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο ένας μετά τον άλλον όσοι κάθονταν μπροστά στο τζάκι καληνύχτιζαν και έφευγαν. Πήγανε στα σπίτια τους πήρανε φανάρια και βγήκανε όλοι στο δρόμο ψάχνοντας για το χαμένο πορτοφόλι. Σε ένα τέταρτο της ώρας όλος ο χώρος γύρω από τη φωτιά είχε μείνει άδειος. Δε χάνει καιρό ο έμπορος, χαμογελώντας κάτω από το παχύ μουστάκι του, πήγε στη φωτιά, ξάπλωσε τις αρίδες του όσο ήθελε να ξεμουδιάσουν και πέρασε μια νύχτα πολύ ευχάριστη.