Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ

Επίπεδο: Γ2 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου

Κείμενο

- Μωρέ τον κατεργάρη! Που ‘ναι κι αυτός ο άντρας μου; Ακόμα να ‘ρθει.
- Να ‘μαι ήρθα Ριγινιώ.
- Ήργησες Νιαόλια.
- Δεν εθέσατ’ ακόμη;
- Τα κοπέλια κοιμηθήκαν
- Ο Μανώλης;
- Και αυτός.
- Είδες εκειά μασκαριλίκια στη βάφτιση; Εγώ για να τον εμερώσω ήβαλα στο νου μου ολόκληρο σχέδιο. Και πρώτα απ’ όλα σκέφτηκα να μπει κουμπάρος στον πόδα μου. Μ’ αυτός δε μερεύει. Θάλασσα τα ‘καμε σαν είδε τον καλόγερο τον δάσκαλο.
- Α, αυτός ερχούντανε να τον εχαιρετήσει.
- Τον κακό του τον καιρό κι αυτουνού.
- Ίντα ‘φταιγε αυτός; Ο Μανώλης εφοβήθηκε.
- Ήτανε να μη φοβηθεί το κοπέλι; Αυτός τον ίκαμε με την φάλαγγα και τις ξυλιές να πάρει τα όρη και να γίνει βοσκός.
- Καλά λες, αυτός είναι αφορμή κι έγινε αγριάνθρωπος.
- Ακούς εκεί να θέλει να πάρει τα ευαγγέλια να τα πετάξει του δασκάλου.
- Πως δεν ίριξε ο θεός φωθιά να μας εκάψει!
- Ε, μα λίγο θαρρείς ήτονε κι αυτό που ‘καμνε τ’ όνομα της συφιλιώτισσας;
- Μα μπορεί να μην τα σαστίσει και γκιανείς με τα ονόματα που πάνε δα και μπγαίνουνε; Πού τα βρήγνει βρε κι ο Γιαννάκος ο σμυρνιός τουτανά τα ονόματα τα φράγκικα; Χαθήκανε μαθές τα χριστιανικά ονόματα;
- Ο Γιαννάκος καλέ το ‘φερε από πάνω. Ο Γιαννάκος είναι κοσμογυρισμένος ο άνθρωπος. Το σπουδαίο πως αυτά που ‘καν ο Μανώλης εχολώσαν την καρδιά του κουμπάρου του Μουστοβασίλη. Θα συλλοΐστηκε πρέπει πως δεν ήσανε καλά σημάδια για το παιδί του και το σπίτι του. Έτσι ακατάλαβα.
- Μια φολά επεράσαμε καλά στο τραπέζι οπού ‘κανε, δεν απόδειξε πράμα. Ο Μανώλης εδώ αγιά ‘γειρε μεθυσμένος. Και να σου πω και τ’ άλλο, ε.
- Τι;
- Όταν ήρθαμε, μου ‘σκασε κι ένα μυστικό.
- Τι;
- Αγαπάει λέει το Πηγιώ. Είδες εκειά;
- Μωρέ, κάτι κατάλαβα εγώ στο τραπέζι. Δεν ήνοιξε καλά καλά τα μάτια του ακόμη και διάλεξε κιόλας το τελόγκο και ίντα διάλεμα, ε;
- Ναίσκε, το Πηγιώ είναι καλή νοικοκυρά και καλή δουλεύτρα στα χωράφια. Η δεξά χέρα του σπιτιού τσης. Ένας χρόνος είναι δα από που πόθανεν η μάνα τση μα δεν έχουνε να πούνε μούδε ο Θωμάς ο Κύριτσης μούδε ο αδερφός τση ο Στρατής πως το νιώσανε.
- (ακατάληπτο)
- Αυτή είναι στα μέσα και στα όξω. Την έχει ξέρεις στα μάτι την Πηγή κι ο Ανεγνώστης ο Ξυνιάς.
- Ποιός;
- Ο Τερερές. Θαρρεί πως θα πάρει τη μια απ’ τσι δυο ενορίες του παπά-Δημήτρη κι ετοιμάζει την παπαδιά.
- Ναι. Δε θα φάει από πουθενά. Πρώτα πρώτα ο δεσπότης δε χειροτονά άνθρωπο απού κάνει το μάγο. Κατεβάζει τσι διαόλους και διαβάζει και τη σολομωνική.
- Μπορεί όμως να τα καταφέρει να γίνει παπάς, γιατί και γράμματα ξέρει και ψάλλει και όμορφα, ε;
- Ίντα όμορφα θα ψάλλει ο ασκημομούρης. Επειδής κάνει πολλά τερερίσματα; Τούτο να το λες εσύ ψάσιμο; Γελοίος είναι. Για τούτονα δεν τον εβγάλανε και Τερερέ; Σώπα που θα γίνει παπάς με τέτοια κακαρίσματα που κάνει. Όταν θα γενώ κι εγώ μητροπολίτης, θα τον εκάνουν κι αυτό παπά. Ε, ναι.
- Ε, δα που θα, δεν ‘ναι πως ο γιος μας εβάπτισε το θυγατήρι του στο Βασίλη, θα φοβηθεί μη προξενέψουνε του - Μανώλη μας το Πηγιώ, που ‘ναι ξαδέρφη τση κουμπάρας.
- Ε, καλά, έννοια σου και δε θα φάει μούδε απ’ αυτού.
- Σ’ όλο το ύστερο είναι κρίμα να την επάρει ο Τερερές ο σακάτης μια τέτοια κοπελιά.
- (ακατάληπτο)
- Άνε τη ζητήξει από τον Κύρτση, ε, φτωχός άνθρωπος είναι κ’ ίντα θα κάμει; Θα του την εδώκει. Κ’ ύστερα ξέρεις ο αδερφός τση ο Στρατής, τον εθέλει για γαμπρό.
- Ναι, ναι, λένε πως το καλύτερο αχλάδι το τρώει ο (ακατάληπτο). Μα δεν θα τον αφήκω εγώ τον (ακατάληπτο) τερερέ να το φάει. Το κακό είναι μόνο πως…
- Ίντα
- Ο Μανώλης δεν είναι ακόμη για παντρειά.
- Α.
- Ίντα λες του λόγου σου;
- Ας γενεί μια λογόσταση κι ας περάσει ύστερα κι ένας χρόνος και δυο ώστε να γένει ο γάμος
- Σωστά, σωστά, άφησε και (ακατάληπτο). Α, αλήθεια, εξέχασα να σου πω κι ένα πράμα.
- Για πε’ μου το.
- Απ’ όξω από την εκκλησιά μας σύστασε κι η χήρα η Ζερβούδαινα που περνούσε με τη κόρης τση και μου ‘ριξε (ακατάληπτο) για το Μανώλη. Μου ‘πανε του κόσμου τα (ακατάληπτο) η κουβέντα μόνο για να ξέρεις, ε…
- Ίντα, ίντα;
- Ο γιο μας δεν είναι για τη θυγατέρα τση Ζερβούδαινας, μούδε η Ζερβοδοπούλα για το Μανώλη.
- Δεν την αφήνεις την κουζουλή;
- Ε, το δαχτυλάκι τση Πηγής δε δίνω εγώ για να πάρω ‘γώ δέκα από τέτοιο κουζουλόσογο. Μη (ακατάληπτο) τέτοια γυναίκα; Ένα λιολιό, ένα πράμα ανήψητο, που όποιος την επάρει πρέπει να την αφήνει μέσα σε σπίτι να μην την εδεί ο ήλιος κι αρρωστήσει.
- Ναίσκε.
- Κι είναι και ξιπασμένη. Ας είναι, ο Μανώλης θα πάρει το Πηγιώ.
- Ναίσκε.
- Τελειωμένη δουλειά. Πάμε να θέσομε.