ομιλία / parole

ομιλία / parole

Οι συγκεκριμένες γλωσσικές πραγματώσεις κάθε ομιλητή μιας γλωσσικής κοινότητας , οι οποίες βασίζονται στο γλωσσικό σύστημα που κατέχουν όλοι οι ανήκοντες σε αυτή. Με αυτή την έννοια, η ομιλία, σε αντίθεση με τη γλώσσα / langue, έχει ατομικό χαρακτήρα, στον βαθμό που ο κάθε ομιλητής μπορεί να επιλέξει μέσα στα όρια που θέτει το γλωσσικό σύστημα τους τρόπους με τους οποίους θα εκφραστεί (βλ. και λόγος / langage).

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)