γλωσσική μετακίνηση / μετατόπιση [language shift]

γλωσσική μετακίνηση / μετατόπιση [language shift]

Το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλωσσική κοινότητα (συνήθως δίγλωσση ) υιοθετεί τη χρήση μιας νέας γλώσσας (συνήθως «ισχυρότερης» ), ενώ ταυτόχρονα χάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε ως πρώτη. Αν η κοινότητα αυτή είναι η τελευταία ή η μόνη που χρησιμοποιούσε την υπό απώλεια γλώσσα, τότε μιλούμε για γλωσσικό θάνατο . Παραδείγματα γλωσσικής μετακίνησης υπάρχουν πολλά και στον ελλαδικό χώρο: π.χ. από τις διαλέκτους προς την κοινή, από τα αρβανίτικα προς τα ελληνικά κ.ά. Τα αίτια του φαινομένου μπορούν να αναζητηθούν σε παράγοντες οικονομικούς -π.χ. αστικοποίηση, μετανάστευση, κοινωνική κινητικότητα-, δημογραφικούς -π.χ. περιορισμένος αριθμός ομιλητών- και θεσμικούς - π.χ. έλλειψη θεσμικής υποστήριξης της γλώσσας, αποκλεισμός της από την εκπαίδευση, τη διοίκηση, τα Μ.Μ.Ε. κλπ. Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να συντελέσει στη γλωσσική μετακίνηση είναι η στάση των ίδιων των ομιλητών απέναντι στη γλώσσα τους: η υποτίμησή της μπορεί να οδηγήσει ευκολότερα στην υιοθέτηση της κυρίαρχης γλωσσικής ποικιλίας. Η μετακίνηση από τη μια γλώσσα στην άλλη διαμεσολαβείται από ένα διάστημα διγλωσσίας , κατά το οποίο η χρήση της πρώτης γλώσσας περιορίζεται σε μη δημόσιους χώρους (οικογένεια, στενό περιβάλλον), τους οποίους ωστόσο σταδιακά καταλαμβάνει η κυρίαρχη γλώσσα. Ο περιορισμός αυτός των πεδίων χρήσης της πρώτης γλώσσας οδηγεί και στον περιορισμό της γλωσσικής ικανότητας των ομιλητών σε αυτή μέχρι την τελική υιοθέτηση της κυρίαρχης γλώσσας.

Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)