όψη [aspect]

όψη [aspect]

Η όψη ή άποψη (η οποία ορισμένες φορές αναφέρεται και ως ποιόν ενεργείας) είναι μια γραμματική κατηγορία χρονικής υφής, η οποία όμως διαφοροποιείται ουσιαστικά από τη γραμματική κατηγορία του χρόνου . Ο γραμματικός χρόνος τοποθετεί τα γεγονότα στον άξονα του χρόνου σε σχέση με το παρόν της ομιλήτριας ή με κάποιο άλλο γεγονός. Η όψη αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο η ομιλήτρια επιλέγει να δει και να παρουσιάσει ένα γεγονός σε σχέση με την εσωτερική χρονική του σύσταση.

Εκτός από τη θέση τους στον άξονα του χρόνου, τα γεγονότα διαφοροποιούνται ως προς την εσωτερική χρονική τους σύσταση, δηλαδή ως προς το αν είναι στιγμιαία ή έχουν διάρκεια (μεγάλη ή μικρή) και ως προς το αν είναι συνεχή ή διακεκομμένα. Οι πληροφορίες αυτές υπάρχουν εγγενώς στη λεξική τους σημασία : μια ενέργεια όπως το βρίσκω είναι από τη φύση της στιγμιαία, ενώ αντίθετα το ψάχνω έχει από τη φύση του διάρκεια.

Η όψη όμως δεν αφορά την αντικειμενική χρονική σύσταση της κάθε ενέργειας ή κατάστασης, αλλά τον τρόπο με τον οποίο τη βλέπει η ομιλήτρια και συγκεκριμένα το αν τη βλέπει συνοπτικά, ως σύνολο, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρεται για την εσωτερική της διάρθρωση ή αν τη βλέπει στην εξέλιξή της και επιλέγει να μας δώσει σχετικές πληροφορίες. Με άλλα λόγια, η όψη εκφράζει το αν η ομιλήτρια επιλέγει ένα σημείο θέασης έξω από το γεγονός ή μέσα σε αυτό. Στην πρώτη περίπτωση η θεώρηση είναι συνοπτικήτέλεια), στη δεύτερη είναι μη συνοπτικήατελής).

Από όλα αυτά προκύπτει ότι η γραμματική αυτή κατηγορία εμπεριέχει μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας · αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο από ορισμένους μελετητές προτιμάται ο όρος άποψη έναντι του όψη.

Στα ελληνικά η αντίθεση μεταξύ συνοπτικού και μη συνοπτικού εκφράζεται μέσα από την αντίθεση των δύο θεμάτων από τα οποία σχηματίζονται όλοι οι τύποι του ρήματος: του αοριστικού και του ενεστωτικού αντίστοιχα. Θεωρείται γενικά ότι για το ελληνικό ρηματικό σύστημα η κατηγορία της όψης είναι πολύ πιο σημαντική από εκείνη του χρόνου, καθώς χαρακτηρίζει όλους τους τύπους του ρήματος (αν και από αρκετούς αμφισβητείται αν οι συντελικοί χρόνοι εκφράζουν όψη).

Χαρακτηριστικό της υποκειμενικότητας της κατηγορίας είναι ότι συχνά το ίδιο γεγονός μπορεί να εκφραστεί και με τα δύο είδη όψης, ανάλογα με την οπτική γωνία που επιλέγει η ομιλήτρια:

Τον Αύγουστο θα δουλεύω / θα δουλέψω σε εστιατόριο.

Συχνά δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι το συνοπτικό δηλώνει το στιγμιαίο ή το σύντομο, ενώ το μη συνοπτικό γεγονότα με διάρκεια· αυτό καταρρίπτεται εύκολα από παραδείγματα όπως τα ακόλουθα, όπου παρουσιάζεται συνοπτικά ένα μακροχρόνιο γεγονός και μη συνοπτικά ένα στιγμιαίο:

Η Έλλη έζησε είκοσι χρόνια στο Λονδίνο.

Την ώρα που πατούσα τον διακόπτη χτύπησε ο συναγερμός.

Μια άλλη παρανόηση είναι ότι το συνοπτικό δηλώνει γεγονότα με ένα τέλος, ενώ το μη συνοπτικό γεγονότα χωρίς τέλος, αλλά τα παραδείγματα που ακολουθούν δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει:

Μείναμε πολύ. Μήπως πρέπει να φύγουμε;

Η Έλλη ζούσε στο Λονδίνο είκοσι χρόνια και είχε συνηθίσει, τελικά όμως της αρέσει πολύ τώρα που ζει στο Ρέθυμνο.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι όροι [± συνοπτικό] είναι προτιμότερος από τους [± τέλειο] για τις υποδιαιρέσεις της όψης.

Το μη συνοπτικό χρησιμοποιείται επιπλέον για να εκφράσει το σύνηθες, δηλαδή την κανονική επανάληψη· η κανονικότητα είναι απαραίτητη, γιατί για την απλή επανάληψη χρησιμοποιείται μόνο το συνοπτικό:

Συνήθως τα καλοκαίρια πηγαίναμε στα νησιά, τρεις φορές όμως πήγαμε σε βουνό.

Ένα σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα είναι η σχέση της όψης/άποψης με την αντικειμενική χρονική σύσταση των γεγονότων: σύμφωνα με ορισμένες προσεγγίσεις πρόκειται για σαφώς διακριτές κατηγορίες, ενώ άλλες τις θεωρούν δύο πλευρές της ίδιας. Η αλήθεια φαίνεται να βρίσκεται κάπου στη μέση: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γνωστικά σχετίζονται, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία και ότι μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή η διαφορά τους και ότι σε πολλές γλώσσες η τελική σημασία της πρότασης καθορίζεται από τη διαπλοκή τους. Στα ελληνικά π.χ. ο συνδυασμός του μη συνοπτικού με το στιγμιαίο έχει σχεδόν πάντα την ερμηνεία του συνήθους (άφηνα το πορτοφόλι μου στο αυτοκίνητο) εκτός αν το γεγονός χρησιμοποιείται ως χρονικό πλαίσιο για κάποιο άλλο γεγονός (την ώρα που άφηνα το πορτοφόλι μου, χτύπησε το τηλέφωνο) και αν ο συνδυασμός του συνοπτικού με καταστάσεις δίνει συχνά τη σημασία της εισόδου στην κατάσταση (τον αγαπώ· τον αγάπησα μόλις τον είδα).

Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και λεξικοί τρόποι δήλωσης της όψης, όπως και του χρόνου, με τη διαφορά ότι τα επιρρηματικά όψης (συχνά, κάθε φορά, διαρκώς κλπ.) δεσμεύουν απόλυτα την επιλογή της ρηματικής όψης: Πηγαίναμε/*πήγαμε συχνά στο θέατρο.

Α. Μόζερ

Πηγές

  • Βελούδης, Γ. 1989. O μεταγλωσσικός χαρακτήρας του παρακείμενου: Παρακείμενος A'. Mελέτεςγιατηνελληνικήγλώσσα10:359-378.
  • Binnich, R. I. 1991. Time and the Verb: A Guide to Tense and Aspect. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  • Comrie, B. 1976. Aspect. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Comrie, B. 1985. Tense. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Chung, S. & A. Timberlake. 1985. Tense, aspect and mood. Στο Grammatical Categories and the Lexicon, 3ος τόμ. του Language Typology and Syntactic Description, επιμ. Τ. Shopen, 202-258. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Dahl, Ö. 1985. Tense and Aspect Systems. Οξφόρδη: Blackwell.
  • Holton, D., P. Mackridge & I. Philippaki-Warburton. 1997. Greek Grammar: A Comprehensive Grammar of the Modern Language. Λονδίνο: Routledge. Ελλ. Μτφρ. B. Σπυρόπουλος με τίτλο Γραμματική της ελληνικής γλώσσας (Aθήνα: Πατάκης, 1999).
  • Hopper, P. J., επιμ. 1982. Tense-Aspect: Between Semantics and Pragmatics. Typological Studies in Language 1. Amsterdam/ Philadelphia: John Benjamins.
  • Κλαίρης, X. & Γ. Μπαμπινιώτης. 2005. Γραμματική της νέας ελληνικής, Δομολειτουργική - Eπικοινωνιακή. Aθήνα: Eλληνικά Γράμματα.
  • Μόζερ, Α. 1994. Ποιόν και απόψεις του ρήματος. Aθήνα: Παρουσία.
  • Μόζερ, Α. 2005. Άποψη και χρόνος στην ιστορία της ελληνικής. Aθήνα: Παρουσία.
  • Mourelatos, A. P. D. 1978. Events, processes and states. Linguistics and Philosophy 2:415-434.
  • Nikiforidou, K. 2004. Grammatical Meaning and Construal: A Cognitive Linguistic Approach. Parousia Monograph Series 61. Αθήνα: Parousia.
  • Rothstein, S. 2003. Structuring Events: A Study in the Semantics of Aspect. Οξφόρδη: Blackwell.
  • Seiler, H. 1952. L'Aspect et le temps dans le verbe néo-grec. Παρίσι: Les Belles Lettres.
  • Τζεβελέκου, M. 1988. Xρόνος, ρηματική όψη και ποιόν ενεργείας: Πλευρές των σχέσεών τους. Mελέτες για την ελληνική γλώσσα 9:369-388.
  • Thieroff, R. & J. Ballweg, επιμ. 1994. Tense Systems in European Languages. Tübingen: Niemeyer.
  • Tzevelekou, M. 1995. Catégorisation lexicale et aspect: Le système aspectuel du grec moderne. Διδακτορική διατρ., Université Paris VII.
  • Vendler, Z. 1967. Linguistics in Philosophy. Ithaca, N.Y.: Cornell University Press.
  • Verkuyl, H. J. 1993. A Theory of Aspectuality: The Interaction Between Temporal and Atemporal Structure. Cambridge Studies in Linguistics 64. Cambridge: Cambridge University Press.

 

Πεδίο

σημασιολογία