Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "ιδίωμα"
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδίωμα [idiom - regional / local variety / speech]
- Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική ενός τόπου, αλλά δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την κοινή, ώστε να μπορεί να θεωρείται διάλεκτός της. Ιδιώματα της ελληνικής μπορούν να θεωρηθούν τοπικές παραλλαγές, όπως της Σύμης, της Χίου, των Δωδεκανήσων, του βορειοελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, της Σαμοθράκης κλπ. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
- ιδιωματική έκφραση [idiom]
- Η ιδιωματική έκφραση είναι μια ειδική κατηγορία φρασεολογισμού, π.χ. ...



