Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "ιδίωμα"

2 εγγραφές [1 - 2]
ιδίωμα [idiom - regional / local variety / speech]
Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική ενός τόπου, αλλά δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την κοινή, ώστε να μπορεί να θεωρείται διάλεκτός της. Ιδιώματα της ελληνικής μπορούν να θεωρηθούν τοπικές παραλλαγές, όπως της Σύμης, της Χίου, των Δωδεκανήσων, του βορειοελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, της Σαμοθράκης κλπ. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
ιδιωματική έκφραση [idiom]
Η ιδιωματική έκφραση είναι μια ειδική κατηγορία φρασεολογισμού, π.χ. ...
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας