συνομιλιακό υπονόημα [conversational implicature ]

συνομιλιακό υπονόημα [conversational implicature ]

Ο όρος συνομιλιακό υπονόημα χρησιμοποιήθηκε από τον Grice (1975) για να αναφερθεί στις συνεπαγωγές που χρησιμοποιούμε προκειμένου να γεφυρώσουμε τη σημασιολογική απόσταση μεταξύ αυτού που λέγεται και αυτού που εννοείται. Π.χ., αν ο ομιλητής Α ρωτήσει Να βάλω να φάμε; και η ομιλήτρια Β απαντήσει Τα παιδιά δεν έχουν έρθει ακόμη, προφανώς το νόημα που εκφράζει το εκφώνημα της Β δεν εξαντλείται στη δήλωση της απουσίας των παιδιών αλλά μάλλον, ως απάντηση στο ερώτημα του Α, υπονοεί μια άρνηση, ή τουλάχιστον μια επιφύλαξη, την οποία αιτιολογεί η προτασιακή σημασία του εκφωνήματός της, δηλ. ότι τα παιδιά δεν έχουν έρθει ακόμη. Κατά τον Grice, η απόσταση αυτή γεφυρώνεται με την εξαγωγή συμπερασμάτων που βασίζονται στο εκφώνημα, στα συμφραζόμενά του, στη γνώση του κόσμου γύρω μας, και, κυρίως, στη λειτουργία της Αρχής της Συνεργασίας [Cooperative Principle] και των Αξιωμάτων [Maxims] που την πλαισιώνουν. Σε ελεύθερη απόδοση, η Αρχή της Συνεργασίας, τα Αξιώματα, και τα υποαξιώματα που τα εξειδικεύουν, προβλέπουν τα εξής:

Αρχή της Συνεργασίας: Φρόντισε ώστε η συνομιλιακή σου συνεισφορά να είναι όποια ακριβώς απαιτεί, κατά τη στιγμή της πραγμάτωσής της, ο κοινής αποδοχής στόχος ή η κατεύθυνση, της λεκτικής συνδιαλλαγής στην οποία συμμετέχεις.

Αξίωμα της Ποσότητας: (α) Η συνεισφορά σου να είναι τόσο πληροφοριακή όσο απαιτείται (από τους τρέχοντες στόχους της συνομιλίας), και (β) Η συνεισφορά σου να μην είναι περισσότερο πληροφοριακή από όσο χρειάζεται. Αξίωμα της Ποιότητας: Η συνεισφορά σου να είναι αληθής και, ειδικότερα, (α) Μην λες κάτι που πιστεύεις ότι είναι ψευδές και (β) Μην λες κάτι για το οποίο δεν έχεις επαρκή μαρτυρία. Αξίωμα της Συνάφειας: Αυτά που λες να είναι συναφή. Αξίωμα του Τρόπου: Να είσαι σαφής και, ειδικότερα, (α) Να αποφεύγεις τη συσκότιση της έκφρασής σου, (β) Να αποφεύγεις την αμφισημία, (γ) Να είσαι σύντομος (να αποφεύγεις την περιττή φλυαρία), και (δ) Να τηρείς μια σειρά.

Η Αρχή της Συνομιλίας, όπως και τα αξιώματα που την πλαισιώνουν, δεν συνιστούν κανόνες επιτυχούς συνομιλίας που οφείλουν να ακολουθούν οι συνομιλητές. Παρά τη διατύπωσή τους σε προστακτική, απλώς περιγράφουν και συνοψίζουν τί κανονικά κάνει η ομιλήτρια κατά τη συνομιλία και, επομένως, τί θεωρεί ο ακροατής ως δεδομένο όταν του απευθύνεται η ομιλήτρια. Βασικό στοιχείο της θεωρίας είναι ότι η συνομιλία προχωρεί ομαλά όταν ακολουθούνται τα αξιώματα αυτά, αλλά και όταν παραβιάζονται ανοιχτά και σκόπιμα. Π.χ., το Αξίωμα της Ποιότητας ακολουθείται όταν η ομιλήτρια βεβαιώνει Τα αποτελέσματα θα βγουν αύριο, δεδομένου ότι ο ακροατής, ακούγοντας το εκφώνημα αυτό, υποθέτει ότι η ομιλήτρια ειλικρινά πιστεύει ότι λέει την αλήθεια και ότι έχει επαρκή μαρτυρία ότι αυτό που λέει πράγματι θα συμβεί. Αντίθετα, όταν η ομιλήτρια λέει για κάποιον Έχει καρδιά από πέτρα, είναι σαφές ότι βεβαιώνει κάτι αναληθές, αφού δεν είναι δυνατόν για ένα ανθρώπινο ον να έχει καρδιά από πέτρα. Ο ακροατής, βασιζόμενος στην Αρχή της Συνομιλίας, δεν έχει λόγο να υποθέσει ότι η ομιλήτρια είναι μη συνεργάσιμη ή ότι θέλει να τον εξαπατήσει λέγοντας κάτι ψευδές ή ότι δεν έχει επαρκή μαρτυρία για την κατάσταση του ανθρώπινου σώματος. Συμπεραίνει, λοιπόν, ότι η ομιλήτρια εννοεί κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά λέει, δηλ. ότι αποδίδει ένα νόημα μεταφορικά. Η μεταφορά, η ειρωνεία, οι ρητορικές ερωτήσεις, και η υπερβολή θεωρούνται από τον Grice ως σκόπιμες και ανοιχτές παραβιάσεις του Αξιώματος της Ποιότητας. Η ταυτολογία (Τα παιδιά είναι παιδιά) θεωρείται παραβίαση του Αξιώματος της Ποσότητας, η σκόπιμη και μη αναμενόμενη αλλαγή θέματος κατά τη συζήτηση παραβίαση του Αξιώματος της Συνάφειας και η σκόπιμη περιττολογία, αμφισημία κλπ., παραβίαση του Αξιώματος του Τρόπου.

Γενικότερα, ο Grice αντιμετωπίζει τη συνομιλία ως ιδιαίτερη περίπτωση εμπρόθετης, ορθολογικής συμπεριφοράς. Θεωρεί ότι προκειμένου ο ακροατής να συμβιβάσει τα λεγόμενα της ομιλήτριας με την υπόθεση της Αρχής της Συνεργασίας και τα αξιώματα που την πλαισιώνουν, προχωρεί σε μια λογική διεργασία, που εν τέλει παράγει ένα συνομιλιακό υπονόημα. Η διεργασία αυτή (η οποία γίνεται αυτόματα, ταχύτατα, και χωρίς προσπάθεια, δηλ. χωρίς να συνειδητοποιείται), διαμορφώνεται από τον ακροατή ως εξής, αν υποθέσουμε ότι Χ είναι αυτό που λέγεται και Ψ αυτό που υπονοείται (δηλ. το συνομιλιακό υπονόημα): «Η ομιλήτρια έχει πει ότι Χ. Δεν έχω λόγους να υποθέσω ότι δεν σέβεται τα αξιώματα, ή τουλάχιστον την Αρχή της Συνεργασίας. Δεν θα έλεγε ότι Χ αν δεν είχε κατά νου ότι Ψ. Η ομιλήτρια γνωρίζει (και γνωρίζει ότι γνωρίζω ότι γνωρίζει) ότι η υπόθεση ότι έχει κατά νου το Ψ είναι απαραίτητη για να βγάλω νόημα από το Χ. Δεν έχει κάνει τίποτα που να με εμποδίζει να σκεφτώ ότι Ψ. Έχει, λοιπόν, την πρόθεση να με κάνει να σκεφτώ ότι Ψ. Επομένως έχει υπονοήσει ότι Ψ».

Η θεωρία του Grice για τα συνομιλιακά υπονοήματα μελετήθηκε και διαφοροποιήθηκε από άλλους μελετητές, όπως ο Horn (1985), ο οποίος εστιάζει στα Αξιώματα της Ποσότητας και της Συνάφειας, οι Sperber & Wilson (1986), οι οποίοι επεξεργάζονται το σχετικά αδιευκρίνιστο Αξίωμα της Συνάφειας προκειμένου να διατυπώσουν τη δική τους Θεωρία της Συνάφειας, και ο Levinson (2000), ο οποίος διερευνά την κατηγορία των γενικευμένων συνομιλιακών υπονοημάτων [generalized conversational implicatures], λαμβάνοντας υπόψη του τον πολιτισμικό παράγοντα της γλωσσικής επικοινωνίας.

Σ. Μαρμαρίδου

Πηγές

  • Βελούδης, Γ. 2005β. Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα: Κριτική.
  • Grice, P. 1975. Logic and conversation. Στο Syntax and Semantics 3: Speech Acts, επιμ. P. Cole & J. Morgan, 41-58. Νέα Υόρκη: Academic Press.
  • Horn, L. R. 1985. Toward a new taxonomy for pragmatic inference: Q-based and R-based implicature. Στο GeorgetownUniversityRound Table on Language and Linguistics 1984, επιμ. D. Schiffrin, 11-42. Washington, DC: Georgetown University Press.
  • Levinson, S. C. 1983. Pragmatics. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Marmaridou, S. A. S. 2000. Pragmatic Meaning and Cognition. Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins.
  • Sperber, D. & D. Wilson. 1986. Relevance: Communication and Cognition. Οξφόρδη: Basil Blackwell.