Παράλληλη αναζήτηση
1.056 εγγραφές [411 - 420] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοθύελλα [anemoθíela] η,
- windstorm (syn ανεμική 1, ανεμοζάλη 1):
- η χτεσινή ~ ήταν η πιο φοβερή των τελευταίων χρόνων |
- αεροπλάνα άδειασαν ολόκληρη ταξιαρχία μ' αλεξίπτωτα, που ~ τα παρασέρνει και τα σκορπά (ChZalokostas)
[fr kath ανεμοθύελλα, cpd of άνεμος & θύελλα]
- windstorm (syn ανεμική 1, ανεμοζάλη 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοκαίρι το [anemokéri] Ο44α & ανεμόκαιρος ο [anemókeros] Ο20 & ανεμοκαιριά η [anemokerjá] Ο24 : κατάσταση καιρού με άνεμο.
[ανεμο-1 + καιρ(ός) -ι· ανεμο-1 + καιρ(ός) -ος· ανεμοκαίρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοκαύκαλος, -η, -ο [anemokáfkalos]
- harebrained, foolish, empty-headed (syn ελαφρόμυαλος):
- οι πρόκριτοι παίζανε ζάρια, ο Πορφυρογέννητος ~ (Ilamprou, adapted) |
- poem ο ~ λαός πηδάει και χαίρεται θαρρώντας | πως ο βαρύς Θεός συνάκουσε το κάλεσμα του ανθρώπου (Kazantz Od 16.88)
[cpd of άνεμος & καύκαλο]
- harebrained, foolish, empty-headed (syn ελαφρόμυαλος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοκινητήρας ο [anemokinitíras] Ο2 : κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου (με ανεμογεννήτρια).
[λόγ. ανεμο-1 + κινητ(ήρ) -ήρας μτφρδ. αγγλ. wind-motor]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοκινητήρας [anemocinitíras] ο, (L)
- wind engine (syn αεροκινητήρας, αερομοτέρ)
[fr neol (kath) ανεμοκινητήρ, cpd of άνεμος & kath κινητήρ ← AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοκίνητος, -η, -ο [anemocínitos] (L)
- air-driven:
- ανεμοκίνητη αντλία wind pump (syn αεραντλία) |
- ο ήλιος εφλόγιζε την πεδιάδα ολόκληρη με κάποιαν ανεμοκίνητη βαφή ωχρού αιμάτου και σκόνης καπνιάς (Karkavitsas) |
- οι ναύτες τυλιγμένοι στην καταχνιά μόλις ξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξιδεύουν στο χάος (id.)
[fr neol (kath) ανεμοκίνητος mf -ον n, cpd of άνεμος & κινητός]
- air-driven:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοκλάδι [anemoklá∂i] το, (& D ανεμοκλείδι) bot
- pellitory, a plant of the genus Parietaria (syn ανεμόχορτο, κολητσίδα, περδικάκι)
[cpd of AG ἄνεμος & K κλαδί(ον) (dimin of AG κλάδος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμόκουνια [anemókunja] η,
- swing:
- prov όποιος θέλει να κουνιστεί κάνει ~
[cpd of the combin. form ανεμο- & κούνια; cf also MG κούνα (6th c.)]
- swing:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοκυκλοπόδης [anemociklopó∂is] ο, (D) & lit
- quick, fast, swift (as the wind) (syn ανεμοπόδαρος, ανεμοπόδης, γοργοπόδαρος, φτεροπόδαρος):
- ερχόταν ~ πολεμιστής με φαρμακερές σαγίτες, ανυπόμονος να κάμει και να δείξει (Karkavitsas) |
- folks. μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη (Theros) |
- poem μπρος, πίσω, τίποτε. Xορός ~ (Palam)
[cpd of *ανεμόκυκλος & MG πόδιν]
- quick, fast, swift (as the wind) (syn ανεμοπόδαρος, ανεμοπόδης, γοργοπόδαρος, φτεροπόδαρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμολόγι s. ανεμολόγιο.