Combined Search
1,409 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- Φ, φ το [fí] (άκλ.) : 1. το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο φι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Φ' ή φ' = πεντακόσια ή πεντακοσιοστός. || 'Φ ή 'φ = πεντακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανέ να διακριτικό σημάδι, στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρη στικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Φ ή φ = εικοστός πρώτος: H ραψωδία Φ [fí] της Iλιάδας και φ της Οδύσσειας.
[αρχ. Φ· προφ. [p h] μέχρι την ελνστ. εποχή, κατόπιν [f] · (δες και φι)]
- φα το [fá] Ο (άκλ.) : 1. η τέταρτη νότα της ευρωπαϊκής μουσικής κλίμακας. 2. η κλίμακα που αρχίζει από τη νότα φα: Συμφωνία σε ~ μείζονα / ελάσσονα. 3. χορδή μουσικού οργάνου, η οποία παράγει τη νότα φα: Tο ~ του βιολιού.
[ιταλ. fa]
- φάβα η [fáva] Ο25α : 1. είδος οσπρίου που παράγεται από το φυτό λαθούρι. 2. (μαγειρ.) πηχτό, χυλώδες φαγητό που παρασκευάζεται από τους αποφλοιωμένους καρπούς του φυτού λαθούρι. 3. (μτφ., λαϊκ.) για κτ. το αποτυχημένο, το ανούσιο, που δεν ανταποκρίνεται στη φήμη του ή στις προσδοκίες: Tο έργο / το ματς αποδείχτηκε / ήταν ~. ΠAΡ ΦΡ κάποιο λάκκο* έχει η ~.
[ελνστ. φάβα τό, μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ. σε -α ή και κατά τη λ. σούπα ή κατά το ιταλ. fava < λατ. faba (θηλ.) `ποικιλία φασολιού ή φακής΄]
- φαβορί το [favorí] Ο (άκλ.) : αυτός που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, νίκης σε αγώνα ή σε διαγωνισμό: H εθνική ομάδα της Bραζιλίας είναι το ~ για το παγκόσμιο κύπελλο. Tο άλογο με το νούμερο ένα είναι το ~ σ΄ αυτή την κούρσα.
[λόγ. < γαλλ. favori]
- φαβορίτα η [favoríta] Ο25 : τμήμα του γενιού ως προέκταση των μαλλιών πάνω από τα μάγουλα και μπροστά από τα αυτιά, σε μήκος και φάρδος που ποικίλλει: Οι φαβορίτες επανέρχονται κατά καιρούς στη μόδα.
[βεν. favorit(e) (πληθ.) -α]
- φαβοριτισμός ο [favoritizmós] Ο17 : η ευνοιοκρατία: Στις προσλήψεις του δημοσίου επικράτησε ο ~ σε βάρος της αξιοκρατίας.
[λόγ. < γαλλ. favoritisme (-isme = -ισμός)]
- φαγάδικο το [faγáδiko] Ο41 : (προφ.) μέρος όπου μπορεί κάποιος να φάει, κυρίως εστιατόριο, ταβέρνα: Γέμισε ο τόπος φαγάδικα.
[φαγ(άς) -άδικο]
- φαγάδικος -η -ο [faγáδikos] & φαγούδικος -η -ο [faγúδikos] Ε5 : (οικ.) που έχει την τάση, που του αρέσει να τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού: Φαγούδικο παιδί, ό,τι του δίνεις το τρώει!
[φαγ(άς) -άδικος· κατά το επίθημα -ούδ(ι) -ικος]
- φαγάνα η [faγána] Ο25α : (προφ.) 1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται: α. για την εκσκαφή του εδάφους· εκσκαφέας. β. για την εκβάθυνση του βυθού· βυθοκόρος. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα κάποιου υλικού (φαγητού, χρημάτων, καυσίμων κτλ.): Σκέτη ~ αυτό το αυτοκίνητο, καίει είκοσι πέντε δραχμές το χιλιόμετρο. β. πρόσωπο άπληστο, αχόρταγο: Πολύ ~ αυτή η γυναίκα, τον άφησε αδέκαρο τον καημένο τον άντρα της.
[φαγαν(ός) μεγεθ. -α]
- φαγανός -ή -ό [faγanós] Ε1 : (οικ.) που τρώει με όρεξη μεγάλες ποσότητες φαγητού: Είναι φαγανό μωρό, δε μας δυσκόλεψε καθόλου στο φαΐ του.
[φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώω) -ανός]