Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λ
2.146 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Λ, λ το [lámδa] (άκλ.) : 1. το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο λάμδα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Λ' ή λ' = τριάντα ή τριακοστός: Στη σελίδα λδ' (= 34η) της εισαγωγής. || 'Λ ή 'λ = τριάντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Λ ή λ = ενδέκατος: Οι ραψωδίες Λ [lámδa] της Iλιάδας και λ της Οδύσσειας.

[αρχ. Λ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [l], διπλό <λλ>: προφ. [ll] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και λάμδα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λα το [lá] Ο (άκλ.) : 1. η έκτη νότα της ευρωπαϊκής μουσικής κλίμακας. 2. η κλίμακα που αρχίζει από τη νότα λα: Συμφωνία σε ~ μείζονα / ελάσσονα. 3. χορδή μουσικού οργάνου, η οποία παράγει το λα: Tο ~ του βιολιού.

[ιταλ. la]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάβα η [láva] Ο25α : 1. διάπυρη ρευστή μάζα από λιωμένα υλικά, που βγαίνει από κρατήρες ενεργών ηφαιστείων: H ~ του ηφαιστείου απείλησε με καταστροφή τη γύρω κατοικημένη περιοχή. 2. (μτφ.) για κτ. ορμητικό ή και καταστροφικό: Πυρωμένη ~ ο έρωτάς της.

[ιταλ. lava]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάβαρο το [lávaro] Ο41 : 1. σημαία με τα χρώματα ή και τα εμβλήματα σωματείων, συλλόγων, κομμάτων: Tα πολύχρωμα λάβαρα κυμάτιζαν στον αέρα. (έκφρ.) υψώνω* το ~ της επανάστασης. κάνω κτ. ~, το προβάλλω πάρα πολύ, το κάνω σύμβολο. 2. (εκκλ.) κομμάτι υφάσματος με ιερές παραστάσεις που περιφέρεται σε θρησκευτικές τελετές, συνήθ. αναρτημένο σε κοντάρι: Περιέφεραν το ιερό ~. 3. (ιστ.) είδος σημαίας των Ρωμαίων και των Bυζαντινών.

[λόγ. < ελνστ. λάβαρον < λατ. laba r(um) -ον `σημαία με την εικόνα του στρατηγού΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λάβαρο το.
  • Είδος (πολεμικής) σημαίας, σημαία:
    • το λάβαρο ο στρατάρχης μου βαστώντας (Ροδολ. Γ́ 86).

[παλαιότ. ουσ. λάβαρον - λάβορον (4. αι., <υστλατ. labarum) <λατ. laureum (vexillum) (Kahane, GR II 5-6). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβδακισμός ο [lavδakizmós] Ο17 : η συχνή χρήση και κυρίως η ελαττωματική άρθρωση του φθόγγου [l].

[λόγ. < ελνστ. λαβδακισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάβδανο το [lávδano] Ο41 : θαμνώδες φυτό και το κολλώδες έκκριμά του που χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική.

[λόγ. < νλατ. laudanum, συμφυρ. του λατ. ladanum < αρχ. λάδανον (σημιτ. προέλ., πρβ. αραβ. lādan) & του λατ. laudo (ιατρ. σημ.: `συστήνω σαν αντίδοτο΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβείν το [lavín] Ο (άκλ.) : για εμπορικούς λογαριασμούς και λογιστικά βιβλία, ποσό που έχει κανείς να παίρνει· πίστωση. ANT δούναι. (έκφρ.) δούναι* και ~.

[λόγ. < αρχ. λαβεῖν απαρέμφ. αορ. του ρ. λαμβάνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβή η [laví] Ο29 : 1. το τμήμα που συνήθ. προεξέχει και από το οποίο μπορεί κάποιος να πιάσει, να κρατήσει ή να χειριστεί ένα αντικείμενο· (πρβ. χερούλι): ~ σπαθιού / όπλου / μαχαιριού. Ξίφος με ασημένια ~. ΦΡ δίνω ~, παρέχω πρόφαση, αφορμή, ευκαιρία: H συμπεριφορά του έδωσε ~ σε ποικίλα σχόλια. 2. (αθλ.) το πιάσιμο, με ορισμένο τρόπο, του αντιπάλου στην πάλη: Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια εξαρθρωτική ~. ~ καράτε / ζίου ζίτσου / τζούντο.

[λόγ. < αρχ. λαβή]

[Λεξικό Κριαρά]
λαβή η ?λάβη.
  • 1) Ευκαιρία, αφορμή:
    • (Ιστ. πολιτ. 412).
  • 2) Συλλαβή:
    • υστάτη σε κερδανεί λάβη λόγου (Λεόντ., Αίν. (Knös) 1703 κριτ. υπ. (πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί λαβή· πβ. Νικήτ. Χων. 22268)).

[αρχ. ουσ. λαβή. Για τον τ. πβ. Steph., στη λ. (τ. VI 7c)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...215   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες