Combined Search
2,227 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- B, β το [víta] (άκλ.) : 1. το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο βήτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) B' ή β' = δύο ή δεύτερος: Kεφάλαιο B' [δéftero]. Στη β' (= 2η) παράγραφο του κειμένου. Ο αυτοκράτορας Bασίλειος B' [δéfteros] ο Bουλγαροκτόνος. || 'B ή 'β = δύο χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου): Οι ραψωδίες B [víta] της Iλιάδας και β της Οδύσσειας. Tο B [víta ή δéftero] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.
[αρχ. Β (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [b], μετά την ελνστ. εποχή: [b] ύστερα από ριν. σύμφ.: κόμβος, (σημερ. γραφή μπ: κόμπος), [v] παντού αλλού: βουλή (σύγκρ. Γ, Δ)· η σημερ. γραφή <β> και προφ. [v] ύστερα από ριν. σύμφ.: κόμβος είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και βήτα)· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [b] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [mp > mb] : έμπορος· επίσης λόγ. <β> αντί <μπ> σε δάνεια με <b> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [b] : βεδουίνος < ιταλ. beduino (δες λ.)]
- βάα η,
- βλ. βάγια.
- βάβα η [váva] Ο25α & βάβω η [vávo] Ο37α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γιαγιά.
[μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]
- βαβά το [vavá] Ο (άκλ.) : (παιδ.) πληγή, τραύμα, χτύπημα: Ο Γιωργάκης έχει ~ στο γόνατο. (έκφρ.) κάνω ~, χτυπώ. || πόνος.
[λ. νηπιακή]
- βαβά η.
-
- Τροφός, παραμάννα:
- δουλεύω τα παιδία σου παρά βαβάν καλλίστην (Προδρ. I 91).
[λ. νηπ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]
- Τροφός, παραμάννα:
- βαβάκιον το,
- βλ. βαμβάκιον.
- βαβάλι το· βαβάλλιν.
-
- 1) Λίκνο, κούνια:
- βρέφος εις το βαβάλι (Απολλών. 420).
- 2) Φέρετρο:
- αμμά ’φόν λύπην δεν έχεις γιον κι άλλην, θέλουν με δειν βουργά μες στο βαβάλλιν (Κυπρ. ερωτ. 558).
[<βαβαλίζω. Η λ. τον 4. αι., σε σχόλ. (DGE, λ. ‑ιον) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ιν)]
- 1) Λίκνο, κούνια:
- βαβαλίζω.
-
- Νανουρίζω·
- ?χτυπώ ανακατώνοντας κ. (εδώ πιθ. για τρόπο μαγειρέματος):
- το περέχυμαν, μαζός βαβαλισμένος (Προδρ. ΙV 173).
- ?χτυπώ ανακατώνοντας κ. (εδώ πιθ. για τρόπο μαγειρέματος):
[<μτγν. βαυβαλίζω. Η λ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Νανουρίζω·
- βαβάλιν το,
- βλ. βαβούλι.
- βαβάλλιν το,
- βλ. βαβάλι.