Combined Search
888 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- ι το [í] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα γιώτα.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα γιώτα (σύγκρ. α, το)]
- I, ι το [jóta] (άκλ.) : 1. το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο γιώτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι, όταν στην αλφαβητική σειρά των γραμμάτων παρεμβάλλεται στην έκτη θέση το στ'): I' ή ι' = δέκα ή δέκατος: Kεφάλαιο I' [δékato]. Ο ιθ' [δékatos énatos] αιώνας. || 'I ή 'ι = δέκα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου): I ή ι = εννέα ή ένατος: Οι ραψωδίες I [jóta] της Iλιάδας και ι της Οδύσσειας.
[αρχ. I (σημιτ. προέλ.)· προφ.: [i], [i:] : φίλος, μῖσος· μετά την ελνστ. εποχή μόνο βραχύ· επίσης αρχ. προφ.: [ι], δηλ. ημίφ., είτε σε “βραχύ” δίφθ.: γένει (δοτ. της λ. γένος), είτε σε “μακρό” δίφθ.: ἡμέραι (δοτ. της λ. ἡμέρα)· μετά την κλασική εποχή γραμμένο και ως “υπογεγραμμένη”: ἡμέρᾳ· σημερινή προφ.: [i] : παιδί, [ι] : παιδιά (δηλ. δηλώνει τόσο το μπροστινό κλειστό φων. όσο και το μπροστινό ημίφ., που συνήθ. καταλήγει σε σύμφ.)· (δες και γιώτα)]
- ιαβέρειος -α -ο [iavérios] Ε6 : που θα ταίριαζε στον Iαβέρη, τον τύπο του σκληρού και άτεγκτου αστυνομικού στους «Aθλίους» του B. Ουγκό: Iαβέρεια προσήλωση στο καθήκον.
[λόγ. Iαβέρ(ης) -ειος]
- Iαβέρης ο [iavéris] Ο11 : σε μετωνυμία, για αστυνομικό που είναι τόσο απόλυτα και άτεγκτα προσηλωμένος στους νόμους και στην εκτέλεση του καθήκοντος, ώστε να έχει χάσει κάθε ίχνος ανθρώπινης ευαισθησίας.
[λόγ. < γαλλ. επών. Javer(e) (ήρωας από το μυθιστόρημα Άθλιοι του B. Ουγκό) -ης (ορθογρ. δαν.)]
- Ίαβες οι.
-
- Ονομασία βιβλικού λαού:
- το χωρίον των Ιάβων (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 187r).
[<τοπων. Ιαβίς (Π.Δ. Α´ Σαμ. 11, 1, κ.α.)]
- Ονομασία βιβλικού λαού:
- Iάγος ο [iáγos] Ο18 : σε μετωνυμία για ραδιούργο, συκοφάντη και δολερό άνθρωπο.
[λόγ. < αγγλ. Jago (ήρωας από την τραγωδία Οθέλος του Σαίκσπηρ) -ς (ορθογρ. δαν.)]
- ιαγουάρος ο [iaγuáros] Ο18 : είδος λεοπάρδαλης της Nότιας και Kεντρικής Aμερικής· τζάγκουαρ.
[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. jaguar -ος (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. yaguar (από ινδιάνικη γλώσσα της N. Aμερικής)]
- ιαίνω,
- βλ. γιαίνω.
- ιακωβίνος ο [iakovínos] Ο18 : 1. (ιστ.) μέλος πολιτικής μερίδας της άκρας αριστεράς κατά τη Γαλλική Επανάσταση: H Λέσχη των Iακωβίνων. Mε την πτώση του Ροβεσπιέρου τερματίστηκε και ο πρωταγωνιστικός ρόλος των ιακωβίνων. 2. (παρωχ.) ως χαρακτηρισμός, ο οποίος αποδίδεται, συνήθ. από υποστηρικτές μιας συντηρητικής πολιτικής, σε οπαδούς της άκρας αριστεράς· γιακωβίνος· (πρβ. αναρχικός).
[λόγ. < γαλλ. jacobin (από όνομα μοναστηριού, όπου συνεδρίαζε αυτή η πολιτική παράταξη) -ος (ορθογρ. δαν.)]
- ίαμα το.
-
- Θεραπεία, γιάτρεμα (με θαυματουργό τρόπο):
- (Δωρ. Μον. XXXII)·
- Πού της Βλαχέρνας ο ναός …, εξ ου απολαμβάνομεν πηγήν των ιαμάτων; (Ιστ. Βλαχ. 2426· Μαχ. 361).
[αρχ. ουσ. ίαμα]
- Θεραπεία, γιάτρεμα (με θαυματουργό τρόπο):