Combined Search
436 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Ψ, ψ το [psí] (άκλ.) : 1.το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ψι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ψ' ή ψ' = επτακόσια ή επτακοσιοστός. || 'Ψ ή 'ψ = επτακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ψ ή ψ = εικοστός τρίτος: Οι ραψωδίες Ψ [psí] της Iλιάδας και ψ της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.)· (πρβ. X, χ): α. ως σύμβολο άγνωστης ποσότητας: Ο άγνωστος ψ. β. ως χαρακτηρισμός της τεταγμένης σε σύστημα συντεταγ μένων.
[αρχ. Ψ· προφ. [ps] · (δες και ψι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψάθα η [psáθa] Ο25α : 1.ποώδες, πολυετές και ελοχαρές φυτό με μακρύ και εύκαμπτο στέλεχος· τύφη. 2. το μακρύ, λεπτό και εύκαμπτο στέλεχος του παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ποικίλων αντικειμένων. 3. πλέγμα από ψάθα: Mια παλιά ξύλινη καρέκλα με φθαρμέ νη ~. 4. αντικείμενο κατασκευασμένο από πλέγμα ψάθας. α. καπέλο με φαρδύ γύρο· (πρβ. ψαθάκι). β. πρόχειρο κάλυμμα δαπέδου. ΦΡ στην ~, σε κατάσταση έσχατης ένδειας, μεγάλης φτώχειας και χωρίς βοήθεια ή συμπαράσταση από άλλους: Πέθανε στην ~, πάμφτωχος και εγκαταλειμμέ νος από όλους. Έμεινε στην ~, κατάντησε πάμφτωχος και μόνος. γ. πολύ λεπτό ψάθινο στρώμα για την άμμο, που χρησιμοποιείται συνήθ. από τους λουόμενους: Πάρε και τις ψάθες μαζί σου για να κάνουμε ηλιοθεραπεία. 5. (ναυτ.) είδος τραπεζοειδούς ιστίου.
[μσν. ψάθα < ψαθ(ί) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαθάκι το [psaθáki] Ο44α : αντρικό ψάθινο καπέλο με στενό γύρο· (πρβ. ψάθα).
[ψάθ(α) -άκι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαθάς ο [psaθás] Ο1 : ο επαγγελματίας που κατασκευάζει και πουλά ψάθινα αντικείμενα· (πρβ. ψαθοποιός).
[ψάθ(α) -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαθί το [psaθí] Ο43 : 1.(λαϊκότρ.) το φυτό ψάθα και το στέλεχός του. 2. (προφ.) ψάθινο πλέγμα: Tο ~ μιας καρέκλας. || ψάθινο καπέλο.
ψαθά κι* το YΠΟKΟΡ. [μσν. ψιαθίν με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. σιαγόνιον > σαγόνι, διακόσιοι > διακόσοι) < ελνστ. ψιαθίον υποκορ. του αρχ. ψίαθος ἡ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψάθινος -η -ο [psáθinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πλέγμα ψάθας: Ψάθινα είδη. Ψάθινο καπέλο, ψάθα, ψαθάκι. Ψάθινη τσάντα / καρέκλα. Ψάθινες παντόφλες.
[ψάθ(α) -ινος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαθοποιός ο [psaθopiós] Ο17 : επαγγελματίας, τεχνίτης που κατασκευάζει αντικείμενα από ψάθα.
[λόγ. ψάθ(α) -ο- + -ποιός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψάθωμα το [psáθoma] Ο49 : (λαϊκότρ.) πλέγμα από ψάθα.
[ψαθώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαθώνω [psaθóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) καλύπτω, σκεπάζω με ψάθα ή ψάθωμα.
[ψάθ(α) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψαθωτός -ή -ό [psaθotós] Ε1 : που μοιάζει με πλέγμα ψάθας.
[ψάθ(α) -ωτός]