Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

94.415 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
: κατάληξη ανισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: οκά, γιαγιά.

[αναλ. προς αρσ. σε -άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
1 [a] & [á] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους: I. ουσιαστικών: 1. από αρσενικά ουσιαστικά που εκφράζουν ιδιότητα, επάγγελμα ή εθνικότητα· (πρβ. -η, -ισσα, -ίνα, -τρία, -τρα 1, -αίνα 2): (θεός) θεά, (θείος) θεία, (μπέμπης) μπέμπα, (σκλάβος) σκλάβα, (δάσκαλος) δασκάλα, (βλάχος) βλάχα, (νέγρος) νέγρα, (μουσουλμάνος) μουσουλμάνα, (Aφρικάνος) Aφρικάνα, (Πρεβεζάνος) Πρεβεζάνα, (Kερκυραίος) Kερκυραία, (Kινέζος) Kινέζα, (Ρουμάνος) Ρουμάνα, (Bούλγαρος) Bουλγάρα, (Σέρβος) Σέρβα. 2. από ουσιαστικά ανεξαρτήτως γένους που δηλώνουν ζώο, για το σχηματισμό του θηλυκού (της μητέρας) του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. 2): (κουνέλι) κουνέλα, (περιστέρι) περιστέρα, (τρυγόνι) τρυγόνα. II. επιθέτων σε: 1α. -ος -α -ο: (γιγάντιος) γιγάντια, (πλούσιος) πλούσια· (ακμαίος) ακμαία, (γυναικείος) γυναικεία, (ωραίος) ωραία, (ασημένιος) ασημένια, (βουνίσιος) βουνίσια. β. -ης -α -ικο: (ζηλιάρης) ζηλιάρα, (γκρινιάρης) γκρινιάρα, (τριαντάρης) τριαντάρα· (ανοιχτομάτης) ανοιχτομάτα· (καημενούλης) καημενούλα· (τσαχπίνης) τσαχπίνα. 2. συχνά τείνει ή προτείνεται να αντικαταστήσει το λόγιο θηλυκό επιθέτων σε -ος -ος -ο χωρίς να καλύπτει το επίσημο επίπεδο του λόγου: (ζημιογόνος) ζημιογόνα. || σε επαγγελματικά ουσιαστικά: (ο ξενοδόχος) η ξενοδόχα.

[I1: αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -α, -ά αντίστοιχων προς αρσενικά σε -ος, -ός: αρχ. ουσ. θε-ός - θε-ά, θεῖ-ος - θεί-α, αρχ. επίθ. θεῖ-ος - θεί-α `θεϊκός - θεϊκιά΄· 2: μεγεθ. 2· II1: αρχ. επίθημα επιθ. αρσ. -ος - θηλ. -α: αρχ. αρσ. ὡραῖ-ος - θηλ. ὡραί-α· 2: λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. θηλυκών σε -ος κατά τα άλλα θηλ. σε ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
2 : μεγεθυντικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουδέτερα ουσιαστικά σε -ι: (κασόνι) κασόνα, (κεφάλι) κεφάλα, (κουτί) κούτα, (ποδάρι) ποδάρα, (ποτήρι) ποτήρα. || μερικές φορές, όταν έχει ατονήσει, ενισχύεται από το μεγεθυντικό επίθημα -άρα 1: κασονάρα. || με διαφορά σημασίας παράλληλα ή όχι με τη μεγεθυντική: (γυαλί) γυάλα, (κολοκύθι) κολοκύθα, (μαξιλάρι) μαξιλάρα. || για το ογκώδες θηλυκό του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, εύχρηστο και σε κατ΄ επέκταση μεταφορικές, μειωτικές ή περιπαικτικές χρήσεις: (βουβάλι) βουβάλα, (γαϊδούρι) γαϊδούρα, (σκυλί) σκύλα.

[μσν. μεγεθ. με βάση συγγ. ζευγάρια θηλ. σε - ουδ. υποκορ.: ελνστ. στράτα - μσν. στρατί(ν), ελνστ. σκάλα - μσν. σκαλί(ν), όπου το θηλ. θεωρήθηκε μεγεθ.: μσν. περιστέρ-α < περιστέρι (το περιστέρι δημιουργήθηκε ως υποκορ. του αρχ. περιστερά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
3 : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών: 1. παράγωγων από ρήματα· εκφράζει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος: (ανασαίνω) ανάσα, (γεννώ) γέννα, (κατρακυλώ) κατρακύλα, (νυστάζω) νύστα, (παστρεύω) πάστρα, (φυραίνω) φύρα. 2. παράγωγων από επίθετα· εκφράζει ιδιότητα ή κατάσταση σχετική με το επίθετο: (αλμυρός) αλμύρα, (γλυκός) γλύκα, (λοξός) λόξα, (νεκρός) νέκρα, (πικρός) πίκρα, (τρελός) τρέλα, (ψυχρός) ψύχρα.

[μσν. με βάση αρχ. συγγ. ζευγάρια ρ. - αφηρ. θηλ. σε -α: πειν-ῶ - πεῖν-α & επίθ. -ρός - αφηρ. θηλ. -ρα: ἐχθρ-ός - ἔχθρ-α με επέκτ. σε άλλα ρ. και ουσ.: μσν. βρομ(ώ) - βρόμ-α, αλμυρ(ός) - αλμύρ-α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
4 & : κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: χαρά· ώρα, βελόνα, μητέρα, αντίκα· θάλασσα.

[κατάλ. αρχ. πρωτόκλιτων θηλ. σε -α, -ά: αρχ. χαρά, θάλασσα & μσν. μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ἡ μήτηρ, αιτ. τήν μητέρα και νέα ονομ. μσν. η μητέρα & μσν. < αρχ. -η, μεταπλ. αναλ. προς άλλα θηλ. -α: αρχ. χελώνη > μσν. χελώνα & ιταλ. θηλ. επίθημα -a με βάση ζευγάρια δάνειων συγγ. λ.: λίμ-α - λιμ-άρω < ιταλ. lima - limare και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: λιμουζίνα < γαλλ. limousin(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
5 & : κατάληξη ουδέτερων περιληπτικών ουσιαστικών πληθυντικού αριθμού: 1. όσπρια, γυαλικά, πιατικά, πουλερικά, χορταρικά. 2. (επιστ.) περιληπτική ονομασία οικογένειας ή γενικά μεγάλης κατηγορίας ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά: μαστόδοντα, μονοκοτυλήδονα, ορθόπτερα.

[κατάλ. ουδ. πληθ. -α, -ά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
6 & : κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών πληθυντικού αριθμού. 1. σε παρατακτικά σύνθετα: αμπελοχώραφα, γιδοπρόβατα. 2. σε ουσιαστικοποιημένα ουδέτερα επίθετα: ρηχά, ψιλά, ελληνικά, κινέζικα, οικονομικά.

[πληθ. του -ο 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
7 & : επίθημα για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα· (πρβ. -ως): 1α. σε -ος / -ός: (άσχημος) άσχημα, (ξυστός) ξυστά, (όμορφος) όμορφα, (ωραίος) ωραία. β. σε -ύς: (βαθύς) βαθιά, (παχύς) παχιά. 2α. συχνά παράλληλα με τύπο σε -ως / -ώς: (καλός) καλά και καλώς, (κακός) κακά και κακώς, (άσχετος) άσχετα και ασχέτως. β. μερικές φορές με διαφορετική σημασία από το αντίστοιχο επίρρημα σε -ως: (έκτακτος) έκτακτα και εκτάκτως, (ευχάριστος) ευχάριστα και ευχαρίστως.

[αρχ. κατάλ. ουδ. πληθ. επιθ. με επιρρ. χρήση: αρχ. συχνά, καλά (επίσης αρχ. ουδ. επιθ. συχνόν, καλόν με επιρρ. χρήση) που εξελίχθηκε σε επίθημα κατά την ελνστ. εποχή και αντικατέστησε το αρχ. επίθημα επιρρ. -ῶς για διάκρ. από τα αντίστοιχα επίθετα σε -ός μετά τη σύμπτ. της προφ. του ο και του ω (δες Ω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
1 [a] augm suff
  • f derived fr neut nouns in -ι:
    • η κεφάλα big head fr το κεφάλι head, κουτάλα ladle fr κουτάλι spoon, μανίκα large sleeve fr μανίκι, μαχαίρα butcher's knife fr μαχαίρι.
[Λεξικό Γεωργακά]
2 [a] adv ending: έξυπνα
  • cleverly, όμορφα beautifully, πάντα always, πρακτικά in a practical way, πρώτα previously, σιμά near, τελευταία lately, ωραία beautifully

[οriginally the acc pl n used as adv, as also the superlative n pl ending -α (-τατα, -ιστα); analog so also the comparative ωραιότερα, καλύτερα, πρωτύτερα. Some der differently: πάντα, τώρα etc]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9442   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες