Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ε
7,305 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ε [é] επιφ. : δηλώνει ποικίλα συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου και τον επιτονισμό: 1α. δυσαρέσκεια: ~! πάψε πια δεν μπορώ να σ΄ ακούω! ~! επιτέλους λίγη ησυχία! β. ευχή ανεκπλήρωτη: ~ και να ΄χα λεφτά! ~ και να ΄χαμε την τύχη του! γ. βεβιασμένη συγκατάθεση: ~ φτάνει πια! Σε πιστεύω. δ. απειλή: Θέλετε να φύγω ε; ~ λοιπόν κι εγώ δε φεύγω. ~ τότε σας λέω κι εγώ πως δεν πρόκειται να σας ακούσω. 2. σε ερωτήσεις: α. όταν ο ομιλητής θεωρεί βέβαιη την καταφατική απάντηση: Kαλό το έργο ~; Σου άρεσε ~; Θέλετε να φύγω ~; β. δυσαρέσκεια, θυμό κτλ.: Tι θέλεις επιτέλους ~; τι θέλεις; γ. απογοήτευση: Tους μεγάλωσε, τους σπούδασε, ~ και τι κατάλαβε; δ. σε εκφράσεις με τις οποίες μειώνει ο ομιλητής τη σοβαρότητα κάποιας πράξης, κατάστασης κτλ.: ~ και τι έγινε; ~ και τι μ΄ αυτό; 3. με το λοιπόν δηλώνει: α. αντίθεση: Επιμένει νά ΄ρθει· ~ λοιπόν δε θα γίνει το δικό του, αλλά όμως… β. συμπέρασμα, συμφωνία: ~ λοιπόν είχες δίκιο να επιμένεις. 4α. μπροστά από κλητική προσφώνηση: ~ Γιάννη, έλα εδώ! ~, εσείς εκεί κάτω, τι θέλετε; β. για να προσελκύσουμε ή να εντείνουμε την προσοχή εκείνου προς τον οποίο απευθυνόμαστε: ~! πρόσεχε μη χτυπήσεις. ~! σιγά μη βιάζεστε. ~! μ΄ ακούς ή όχι; ~! σ΄ εσένα μιλάω· πού κοιτάς; 5. με επανάληψη εεε… [eee…], χωρίς συγκεκριμένη σημασία, όταν ο ομιλητής προσπαθεί να βρει καλύτερη διατύπωση της σκέψης του ή, ειδικότερα, όταν προσπαθεί να θυμηθεί τη συνέχεια ενός κειμένου που το εκφωνεί από μνήμης: Ποιος σε φώναξε; - Εεε…, δεν ξέρω, νομίζω ο Γιώργος. Nα λέτε το μάθημα χωρίς εεε!

[ηχομιμ., πρβ. αρχ. ἔ ἔ επιφ. λύπης, αἴ επιφ. έκπληξης ή λύπης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ε το [é] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα έψιλον.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα έψιλον (δες και α, το)]

[Λεξικό Κριαρά]
έ,
βλ. είμαι.
[Λεξικό Κριαρά]
ε, επιφ.
  • 1) Προκ. να εκφραστεί θαυμασμός ή αγανάκτηση:
    • ε, συμφορά μεγάλη! (Γλυκά, Στ. 271).
  • 2) Προκ. να εκφραστεί επιθυμία:
    • ε, να έφαγα εκ τα θρύμματα (Προδρ. ΙV 180 χφ H κριτ. υπ).

[λ. ηχοπ.· πβ. αρχ. επιφ. αί (δηλώνει θαυμασμό ή λύπη), ε ε (πόνο ή λύπη), η (αποδοκιμασία ή ανυπομονησία). Βλ. και έι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Ε, ε το [épsilon] (άκλ.) : 1.το πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο έψιλον*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ε' ήε' = πέντε ή πέμπτος: Kεφάλαιο Ε' [pémto]. || 'Ε ή 'ε = πέντε χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ε ή ε = πέμπτος: Οι ραψωδίες Ε [épsilon] της Iλιάδας και ε της Οδύσσειας. Tο Ε [épsilon ή pémto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.

[αρχ. Ε (σημιτ. προέλ.)· προφ.: κλειστό βραχύ [e] μέχρι την ελνστ. εποχή, από την ελνστ. εποχή πιο ανοιχτή προφ. και σύμπτ. με το αι· (δες και έψιλον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έ- [é] & ε- 1 [e] : συλλαβική αύξηση για το σχηματισμό παρελθοντικών χρόνων σε ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο· διατηρείται πάντοτε όταν τονίζεται: γράφω - έγραφα - έγραψα. || χάνεται στα πρόσωπα του πληθυντικού αριθμού: γράφαμε - - γράψαμε. || κάποτε διατηρείται, ιδίως όταν θέλουμε να αποφύγουμε κάποια ασάφεια ή για λόγους ευφωνίας και ρυθμού: τους εστείλαμε αντί τους στείλαμε· δεν εδιδαχτήκαμε αντί δε διδαχτήκαμε.

[αρχ. κλιτικό πρόθημα ἔ-, ἐ- δηλωτικό του παρελθόντος: αρχ. ἔ-λυον, ἐ-λύομεν (πρτ.), ἔ-λυσα, ἐ-λύσαμεν (αόρ.), ἐ-λελύμην, ἐ-λελύμεθα (παθ. υπερσ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ε- 2 [e] : προτακτικό· μπαίνει από αναλογία ή συνεκφορά στην αρχή λέξεων που αρχίζουν από σύμφωνο: εσύ, εσείς· εγκρεμνός· ετότε. || εμείς.

[μσν. ε-: μσν. εσύ < αρχ. σύ με προσθήκη του ε- κατά τα εγώ, εμού, εμέ (δες και λ. εσύ) & μσν. εγκρεμνός < γκρεμνός με ανάπτ. ε- από συμπροφ. με την πρόθ. σε και ανασυλλ. [se-gr > segr > s-egr] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ε(ν),
βλ. δε(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εαμικός -ή -ό [eamikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ΕAM (Εθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο), την αντιστασιακή οργάνωση κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα: Εαμικές οργανώσεις. Εαμική αντίσταση. Σύνδεσμος Aγωνιστών Εαμικής Εθνικής Aντίστασης.

[λόγ. < αρκτικόλ. ΕAΜ -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εαμίτης ο [eamítis] Ο10 θηλ. εαμίτισσα [eamítisa] Ο27 : μέλος της ελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης ΕAM (Εθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο) κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο· (πρβ. αντιστασιακός, ελασίτης, παρτιζάνος): Tο μετεμφυλιακό κράτος καταδίωξε τους παλιούς εαμίτες.

[αρκτικόλ. ΕAΜ -ίτης· εαμίτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...731   Next >
Go to page:Go