Combined Search
3,629 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- Δ, δ το [δélta] (άκλ.) : 1. το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο δέλτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Δ' ή δ' = τέσσερα ή τέταρτος: Kεφάλαιο Δ' [tétarto]. Στη σελίδα ιδ' (= 14η) της εισαγωγής. || 'Δ ή 'δ = τέσσερις χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Δ ή δ = τέταρτος: Οι ραψωδίες Δ [δélta] της Iλιάδας και δ της Οδύσσειας. Tο Δ [δélta ή tétarto] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.
[αρχ. Δ (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ. [d], μετά την ελνστ. εποχή: [d] ύστερα από ρινικό σύμφ.: δένδρον (σημερ. γραφή ντ: δέντρο), [δ] παντού αλλού: δένδρον· (σύγκρ. B, Γ)· η σημερ. γραφή <δ> και προφ. [δ] ύστερα από ρινικό σύμφ.: δένδρο είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και δέλτα)· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [d] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [nt > nd] : έντομο· επίσης λόγ. <δ> αντί <ντ> σε δάνεια με <d> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [d] : μόδα < γαλλ. mode]
- δα [δá] μόριο επιφωνηματικό : (οικ., προφ.) 1. ύστερα από δεικτικές αντωνυμίες ή δεικτικά επιρρήματα επιτείνει τη σημασία τους: τόσος ~, εδώ ~, εκεί ~. Tη γνωρίζει από τόσο ~ κοριτσάκι. || ύστερα από χρονικά επιρρήματα: τώρα ~, μόλις τώρα, μόλις προ ολίγου: Tώρα ~ εδώ ήταν. 2. με βεβαιωτική σημασία· βέβαια, φυσικά: Θα χαρούμε πολύ αν μείνετε. Ξέρετε ~ πόσο σας αγαπάμε. Δεν είναι ~ και τίποτε σπουδαίο, βέβαια, άλλωστε. 3. επιφωνηματικά: α. όχι ~, απάντηση με την οποία συνήθως ο ομιλητής προσπαθεί να μετριάσει ή να χαρακτηρίσει ως υπερβολικά τα όσα προαναφέρθηκαν: Όχι ~, τα παραλές καημένε. β. πώς ~, έλα ~, βεβαιωτικά, ειρωνικά: Πώς ~, τώρα μεγάλωσαν οι δουλειές μας, εμ βέβαια
γ. προτρεπτικά: Προσπάθησε ~ κι εσύ λίγο, κάνε κάτι!
[αρχ. δή με αλλ. -ή > -ά κατά το δεικτ. να]
- δα, μόρ.
-
- Ως μόριο βεβαιωτικό ύστερα από αντων.:
- αυτά δα να λογιάζεις (Αλφ. 1125).
[<αρχ. μόρ. δη. Η λ. και σήμ.]
- Ως μόριο βεβαιωτικό ύστερα από αντων.:
- δάβνη η,
- βλ. δάφνη.
- δαγάλος, επίθ.· ουδ. δαγάλιν.
-
- (Προκ. για άλογο) πιθ., κοκκινοτρίχης, «ντορής»:
- ίππον εκαβαλίκευεν δαγάλον, αστεράτον (Διγ. Z 1174)·
- (το ουδ. ως ουσ.):
- άλογον οπού το ονόμαζα δαγάλον (Διγ. Άνδρ. 39412).
[αβέβ. ετυμ.· κατά Καλονάρο, Διγ. Α´, σ. 46 σχετ. με το επίθ. δάος, κατά Καραποτόσογλου 1983: 399-400 <αραβ. δāyyal. Βλ. και LBG, λ. δά‑]
- (Προκ. για άλογο) πιθ., κοκκινοτρίχης, «ντορής»:
- δάγκαμα το· δάγκαμαν· δάκαμα.
-
- 1) Δαγκωματιά:
- δάγκαμα σκύλου (Νομοκ. 38512).
- 2) (Για δήλωση ελάχιστης ποσότητας φαγητού) μια μπουκιά:
- δάγκαμαν ψωμίν (Καλλίμ. 1926).
- 3) (Συνεκδ.) φαγητό:
- δε μου λείπει δάκαμα (Φορτουν. Β´ 329).
[<δαγκάνω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. ‑κ‑ στο Du Cange. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δαγκωματιά:
- δαγκαματιά η· δακαματέ.
-
- Δαγκωνιά, δαγκωματιά:
- δίδουν των δακαματές και πολλές τσιμπηματές (Συναξ. γυν. 648).
[<ουσ. δάγκαμα + κατάλ. ‑ιά. Τ. ‑κκ‑ στο Meursius. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Δαγκωνιά, δαγκωματιά:
- δαγκάνα η [δaŋgána] Ο25α : 1. κοινή ονομασία για καθένα από τα δύο μεγάλα μπροστινά πόδια των αρθροπόδων, το οποίο, σε μορφή λαβίδας, χρησιμεύει και ως συλληπτήριο όργανο: Οι δαγκάνες του αστακού. || (επέκτ.): Οι δαγκάνες της τανάλιας. 2. (μτφ.) ασφυκτικός περιορισμός και δέσμευση από την οποία θα ήθελε κάποιος να ξεφύγει: Πιάστηκε στις δαγκάνες της εφορίας.
[δαγκάν(ω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- δαγκάνω· δακάνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Δαγκώνω:
- λύκου λέγω πρόβατα ποτέ να μη δακάνει (Σαχλ. N 17817).
- 2) Τρώγω:
- ας μπούμε στο σπίτι να δακάσομε τίβετας (Φορτουν. Α´ 224).
- 3) (Προκ. για έντομα) κεντρίζω, τσιμπώ:
- οι ψείρες της … ωσάν κουρεοί δαγκάνουν (Σαχλ., Αφήγ. 455).
- 4) (Μεταφ.) βασανίζω:
- ο έρωτας … θέλει να τους δακάνει (Τζάνε, Κατάν. 378).
- 5) Φρ. δαγκάνω τη γη = ματαιοπονώ:
- (Γλυκά, Στ. 160).
- 1) Δαγκώνω:
- II. (Μέσ., μεταφ.) δαγκώνω τα χείλη μου από οργή:
- τότες ο Ισαάκ εδαγκάθη και ασηκώθη μετ’ οργής (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 138r).
[μτγν. δαγκάνω. Ο τ. στο Meursius (‑κκά‑). Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- δάγκειος ο [δángios] Ο20α : οξύ λοιμώδες νόσημα που μεταδίδεται με το τσίμπημα ενός είδους κουνουπιού και χαρακτηρίζεται από πυρετό και έντονους αρθρικούς και μυϊκούς πόνους: H επιδημία δαγκείου το 1928. || (ως επίθ.): ~ πυρετός.
[λόγ. < γαλλ. dengue (παρανάγνωση: γαλλ. προφ. [d], ριν. [ε], [g] ) < αγγλ. dengue < ισπαν. dengue (από γλ. της Aφρικής)]