Combined Search
1,709 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Ξ, ξ το [ksí] (άκλ.) : 1.το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο ξι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ξ' ή ξ' = εξήντα ή εξηκοστός: Στη σελίδα ξδ' (= 64η) της εισαγωγής. || 'Ξ ή 'ξ = εξήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ξ ή ξ = δέκατος τέταρτος: Οι ραψωδίες Ξ [ksí] της Iλιάδας και ξ της Οδύσσειας.
[αρχ. Ξ (σημιτ. προέλ.)· προφ.: [ks] · (δες και ξι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαγκίστρωμα το [ksangístroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξαγκιστρώνω.
[ξαγκιστρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαγκιστρώνω [ksangistróno] -ομαι Ρ1 : ελευθερώνω κτ. από το αγκίστρι· (πρβ. απαγκιστρώνω).
[ξ(ε)- αγκιστρώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαγλιώ.
-
- Αντλώ· αδειάζω:
- άλλοι ξαγλιούσαν τα νερά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49921)·
- μιαν απλάδενα με ρύζι να ξαγλήσω (Κατζ. Γ́ 551).
[<εξαντλώ. Τ. αξ‑ στο Βλάχ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Αντλώ· αδειάζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαγναντεύω [ksaγnandévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) αγναντεύω: Ξαγνάντευε από την κορφή του βουνού.
[ξ(ε)- αγναντεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξάγναντο το [ksáγnando] Ο41 : (λογοτ.) ψηλό και περίοπτο μέρος από όπου μπορεί κανείς να αγναντέψει.
[ξαγναντ(εύω) -ο (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαγοράρης ο,
- βλ. εξαγοράρης.
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαγορευτής ο,
- βλ. εξαγορευτής.
[Λεξικό Κριαρά]
- ξαγορεύω,
- βλ. εξαγορεύω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαγρύπνημα το [ksaγrípnima] Ο49 : η ενέργεια ή η κατάσταση του ξάγρυπνου.
[ξαγρυπνη- (ξαγρυπνώ) -μα]