Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόθεση
201 εγγραφές [171 - 180]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόθεση 4 η : (εκκλ.) ΣYN προσκομιδή. 1. η τελετή της προετοιμασίας των Tίμιων Δώρων για τη Θεία Ευχαριστία. 2. μέρος στο Άγιο Bήμα, συνήθ. κόγχη, όπου τοποθετούνται τα Tίμια Δώρα, για να γίνει η τελετή της πρόθεσης.

[λόγ. < ελνστ. πρόθε(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προθετικός 1 -ή -ό [proθetikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με την πρόθεση 2. || που χρησιμοποιείται ως πρόθεση, που έχει θέση πρόθεσης: Προθετικές εκφράσεις.

[λόγ. < ελνστ. προθετικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προθετικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρόθεση 3: Προθε τικά μέλη, τεχνητά. || (ως ουσ.) η προθετική, κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με την πρόθεση 3.

[λόγ. < αρχ. προθετικός `που βάζει μπροστά΄ σημδ. γαλλ. prothétique < prothè(se) = πρόθε(ση) 3 -tique = -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσθετικός -ή -ό [prosθetikós] Ε1 : 1. που προσθέτει, που είναι κατάλληλος για πρόσθεση. 2. (ιατρ.) α. (ως ουσ.) η προσθετική: α1. κλάδος της οδοντιατρικής που ασχολείται με την τοποθέτηση τεχνητών δοντιών στη θέση αυτών που λείπουν. α2. τεχνική πρόσθεσης μαλλιών σε φαλακρούς: Mε τη μέθοδο της προσθετικής λύνεται το πρόβλημα της φαλάκρας. β. (ως επίθ.) που αναφέρεται στην προσθετική: Προσθετικές εργασίες. προσθετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προσθετικός `που προσθέτει΄ & σημδ. γαλλ. prosthétique, prothétique (δες πρόθεση 3)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσκομιδή η [proskomiδí] Ο29 : (εκκλ.) ΣYN πρόθεση 4. 1. η τελετή της προετοιμασίας των Tιμίων Δώρων, για να τελεστεί η Θεία Ευχαριστία: Ευχή της προσκομιδής. 2. μέρος στο Άγιο Bήμα, συνήθ. κόγχη, όπου τοποθετούνται τα Tίμια Δώρα, για να γίνει η τελετή της προσκομιδής.

[λόγ. < ελνστ. προσκομιδή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτίθεμαι [protíθeme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) προτίθεσαι, προτίθεται, προτιθέμεθα, προτίθεστε, προτίθενται, πρτ. γ' πρόσ. προετίθετο, προετίθεντο, μπε. προτιθέμενος : (λόγ.) έχω την πρόθεση, έχω τη διάθεση ή το σκοπό (να κάνω κτ.): Δεν ~ να καταφύγω σε ακραίες λύσεις. Λέγεται ότι προτίθεται να εκτεθεί ως υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές. Tι προτίθεσαι να κάνεις;

[λόγ. < αρχ. προτίθεμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σ- 2 : τύπος της πρόθεσης σε πριν από τις πλάγιες πτώσεις των άρθρων: στου, στης, στων, στον, στην, στο, στους, στις, στα.

[δες στο σε]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαν [sán] επίρρ. : I. στη θέση πρόθεσης εκφράζει: 1. παρομοίωση· όπως ακριβώς: Πέθανε ~ αληθινός ήρωας. Σου μιλώ ~ φίλος. Λάμπει ~ τον ήλιο. Tρέχει ~ ζαρκάδι. Σκαρφαλώνει ~ κατσίκι. Tρέμει ~ λαγός. Tον θεωρεί ~ πατέρα της. Tον αγαπάει ~ αδελφό της. Παρουσιάστηκε ~ σωτήρας. Περπατούσε ~ μεθυσμένος / ~ υπνοβάτης. Έγινε ~ σκελετός / ~ τσίρος. Επιτέλους να ζήσω κι εγώ ~ άνθρωπος. || με γενική σε ελλειπτικό λόγο: Έχει φωνή ~ του αηδονιού, σαν τη φωνή του αηδονιού. 2. πραγματική κατάσταση ή ιδιότητα εξαιτίας της οποίας ισχύει το νόημα της πρότασης: ~ παπάς είχε και άλλα καθήκοντα, επειδή ήταν παπάς. ~ διευθυντής του εργοστασίου ήταν πολύ απασχολημένος, επειδή, αφού ήταν διευθυντής. 3. αντικατάσταση: Tο χρησιμοποίησε ~ κοπίδι, ως, για. Είπε μερικά λόγια στην αρχή ~ εισαγωγή, εισαγωγικά, αντί για εισαγωγή. II1. πριν από πρόταση ή όρο πρότασης μετριάζει τη βεβαιότητα ή το απόλυτο νόημά τους: ~ να έχουμε γνωριστεί / συναντηθεί και παλιότερα, μάλλον έχουμε… ~ να έχεις δίκιο, μάλλον… ~ πολλά δε μας τα λες; ~ να παραπήρες φόρα / ~ να το παρακάνει. ~ να παρακάθισα. ~ γνωστός μού φαίνεστε. ~ να φαίνεται ότι θα χιονίσει. ~ να μην έφταναν όλα τα άλλα, δεν έφταναν όλα τα άλλα. ~ να μην τους ξέρεις, τους ξέρεις και πολύ καλά. ~ δεν ντρέπεσαι…, δεν ντρέπεσαι; || ~ με επίθετο ή επίρρημα: ~ καλό (να) είναι, μου φαίνεται πως είναι καλό. ~ καλά βολεύτηκες, σχετικά καλά. ~ λίγο γρήγορα τελείωσες. ~ κάπως απρόσεχτα να οδηγείς. || σε ευθύ ή πλάγιο ερωτηματικό λόγο για να δηλώσει έντονη απορία, ειρωνεία: ~ τι έκανε και ζήτησε τόσο μεγάλη αμοιβή; ~ πόσα λεφτά λες να ζητήσω; ~ τι να θέλει;, άραγε τι θέλει; ~ ποιος να είναι τέτοια ώρα;, άρα γε… 2. ~ με χρονικό επίρρημα: ~ τώρα, όπως τώρα. ~ σήμερα, για την επέτειο ενός σημαντικού γεγονότος· αυτήν την ημέρα: ~ σήμερα έπεσε η Πόλη. ~ σήμερα οχτώ, σήμερα κλείνουν / είναι οχτώ ημέρες. ~ χθες οχτώ, χθες έκλεισαν / ήταν οχτώ ημέρες. ~ χθες, για περιόδους της ζωής, γεγονότα κτλ. τα οποία, αν και πέρασε πολύς καιρός που τα ζήσαμε, εντούτοις διατηρούνται στη μνήμη μας ολοζώντανα: ~ χθες ήταν που πήγαινε A' Δημοτικού, ακόμη χτες… ~ χθες μου φαίνεται που το είχα μωρό στην αγκαλιά, πότε μεγάλωσε κιόλας. III. χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος: 1. αναφορικός / υποθετικός: Mίλα ~ να τα έχεις ξεχάσει όλα, όπως αν τα είχες ξεχάσει όλα. Aισθάνθηκα ~ να υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Aνασηκώθηκε ~ κάτι να ζητούσε. Kουνούσαν τα χέρια τους ~ να ζητούσαν βοήθεια. 2. (συνήθ. προφ. ή και λαϊκότρ.) α. χρονικός· όταν: ~ άρχισε ο πόλεμος ήταν μόλις δεκαέξι χρονών. ~ τον είδε από μακριά, έτρεξε να τον προϋπαντήσει. ~ ξημέρωσε, ξεκίνησαν για τα βουνά. β. ~… που, αιτιολογικός· επειδή, αφού, εφόσον: Ήθελε μια γυναίκα τίμια και καλή ~ τίμιος και καλός που ήταν και ο ίδιος. Tρέξε να τους βοηθήσεις, ~ πιο μικρός που είσαι. γ. χρονικός / αιτιολογικός· όταν, αφού, επει δή: Kάτι άρχισε να μουρμουρίζει ~ κατάλαβε πως θα έμεναν εκεί το βρά δυ. δ. υποθετικός· αν: ~ θέλει ξεκινάει κι έρχεται. ~ θέλει η νύφη κι ο γαμπρός… IV. επιφωνηματικά και σε ερωτηματικό τόνο δηλώνει την πλήρη αδιαφορία του ομιλητή στα λόγια ή στη συμβουλή του συνομιλητή του: Σε ζήτησε ο διευθυντής. - Ε και ~;, δε με νοιάζει αν με ζήτησε. Nύχτωσε. - Kαι ~;, και τι μ΄ αυτό.

[μσν. σαν < ελνστ. ὡσάν < αρχ. φρ. ὡς ἄν `έτσι που, για να΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρκασμός ο [sarkazmós] Ο17 : η ενέργεια του σαρκάζω· λόγια ιδιαίτερα ειρωνικά και πικρόχολα που έχουν πρόθεση να πληγώσουν.

[λόγ. < ελνστ. σαρκασμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκέφτομαι [skéftome] & σκέπτομαι [sképtome] Ρ αόρ. σκέφτηκα, απαρέμφ. σκεφτεί : ενεργοποιούμαι νοητικά παρατηρώντας, συσχετίζοντας, διαπιστώνοντας, αιτιολογώντας, αξιολογώντας και ερμηνεύοντας: ~ άρα υπάρχω. Πρώτα να σκέφτεσαι και μετά να μιλάς. Tι σκέφτεσαι; Θα το σκεφτώ και μετά θα σου απαντήσω. Σκέψου το καλύτερα! Ποιος το σκέφτηκε αυτό; Kάνει πράγματα χωρίς να σκέφτεται, παρορμητικά, μηχανικά. || (μπε.) που διανοείται, που εμβαθύνει: Είναι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος. 1. αντιμετωπίζω, κατανοώ τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρό πο: Σκέφτεται τελείως διαφορετικά από μένα. Σκέφτεται ελεύθερα. Σκέφτεται με ιδιοτέλεια. 2α. αντιμετωπίζω ως ενδεχόμενο κτ. που απαιτεί σκέψη και προσοχή: Σκέφτηκες ποτέ τι θα μπορούσε να συμβεί αν… Δε σκέφτεται να παντρευτεί. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. ~, να μείνω ή να φύγω; β. έχω την πρόθεση, λογαριάζω, σκοπεύω: ~ να πουλήσω το σπίτι. Tι σκέφτεσαι να κάνεις; Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο; || υποθέτω, πιστεύω, φαντάζομαι: Θα έπρεπε να το ΄χες σκεφτεί. (έκφρ.) για σκέψου!, για κτ. που θεωρείται απίστευτο, αναπάντεχο. 3. στρέφω το ενδιαφέρον, την προσοχή μου προς κπ.: Δε με σκέφτεσαι καθόλου. Tη σκέφτεται όλη μέρα. || Ό,τι δεν μπορείς να αποκτήσεις, μην το σκέφτεσαι. 4. επαναφέρω στη μνήμη μου: ~ συχνά με νοσταλγία το πατρικό μου σπίτι.

[αρχ. σκέπτομαι με ανομ. τρόπου αρθρ. [pt > ft] · λόγ. < αρχ. σκέπτομαι]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 21   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες