Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ρρ*
586 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ρραγία [rajía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με την αιμορραγία στο όργανο ή στο μέρος του σώματος που υπάρχει ως α' συνθετικό: γαστρο~, ηπατο~, θηλο~, μητρο~, πνευμονο~, σπληνο~.

[λόγ. < αρχ. -ρραγία (θ. συγγ. του ρ. ῥήγνυμι `κομματιάζω΄) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμο-ρραγία & γαλλ. -rragie < αρχ. -ρραγία: γαστρο-ρραγία < γαλλ. gastrorragie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ρροια [ria] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη μη φυσιολογική ή υπερβολική ροή αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: πυό~, γαλακτό~, σπερματό~, σμηγματό~. || για τη φυσιολογική έμμηνη ρύση: εμμηνό~.

[λόγ. < αρχ. -ρροια (θ. συγγ. του ρ. ῥέω) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμό-ρροια `ροή αίματος΄, ελνστ. γονό-ρροια & νλατ. -rrhoea < αρχ. -ρροια: γαλακτό-ρροια < νλατ. galactorrhoea]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ρροώ [roó] : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο: 1. (ιατρ.) χαρακτηρίζεται από τη μη φυσιολογική ή την υπερβολική εκροή αυτού που υπάρχει ως α' συνθετικό: αιμο~, πυο~. || για τη φυσιολογική έμμηνη ρύση: εμμηνο~. 2. (μτφ.): φυλλο~.

[λόγ. < αρχ. -ρροῶ (θ. συγγ. του ρ. ῥέω) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμο-ρροῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αβερρόης [averóis] ο,
  • Averroes, Arab philosopher in Spain (12th c.).
[Λεξικό Γεωργακά]
αβερροϊσμός [averoizmós] ο,
  • Averroism.
[Λεξικό Γεωργακά]
αβερροϊστικός, -ή, -ό [averoistikós]
  • Averroistic:
    • η αβερροϊστική ερμηνεία της κοσμοθεωρίας του Aριστοτέλη (Despotop).
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάρρηκτα [a∂iárikta] adv
  • indissolubly, firmly (syn αδιάλυτα):
    • αυτός ο κόσμος,... τόσο ~ δεμένος με το θέατρο, εξοστρακίστηκε φυσικά από... τη σύγχρονη σκηνή (Melas) |
    • η έξαρση... είναι περιστατικό ~ δεμένο με τη μυθική συνείδηση του κόσμου; (Panagiotop) |
    • το δράμα ήταν ακόμη ~ συνυφασμένο με τη θρησκευτική πίστη και λατρεία (Papanoutsos)

[der of αδιάρρηκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάρρηκτος -η -ο [aδiáriktos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν διαρρήξει, που δεν είναι διαρρηγμένος: Tο χρηματοκιβώτιο βρέθηκε αδιάρρηκτο. 2. (μτφ.) για πολύ στενή και σταθερή σχέση· άρρηκτος: ~ δεσμός. Aδιάρρηκτη συμμαχία / ενότητα / φιλία. αδιάρρηκτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: ~ δεμένος με κτ. Tο δράμα στην αρχή ήταν ~ συνυφασμένο με τη λατρεία.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀδιάρρηκτος `που δεν έχει σπάσει΄· 1: κατά τη σημ. της λ. διαρρήκτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάρρηκτος, -η, -ο [a∂iáriktos]
  • ① unbreakable, intact (syn στερεός):
    • το χρηματοκιβώτιο είναι αδιάρρηκτο |
    • αδιάρρηκτη συμμαχία
  • ⓐ indissoluble, solid, firm, closely-knit (syn αδιάσπαστος, σταθερός, πολύ στενός):
    • αδιάρρηκτη φιλία indissoluble, firm friendship (syn αδιάσπαστη φιλία) |
    • και των τριών τονίζεται... ο ~ δεσμός με τη χώρα που τους έθρεψε (Palam) |
    • μεταξύ ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης και της θείας χάρης υπάρχει βαθύς και ~ σύνδεσμος (Papanoutsos)
  • ② unbroken, unviolated, intact:
    • ο κλέφτης άφησε το συρτάρι αδιάρρηκτο the thief left the drawer untouched

[fr K, PatrG ἀδιάρρηκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαρρύθμιστος -η -ο [aδiaríθmistos] Ε5 : που δεν έχει διαρρυθμιστεί, που δεν είναι διαρρυθμισμένος: ~ χώρος.

[λόγ. α- 1 διαρρυθμισ- (διαρρυθμίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...59   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες