Παράλληλη αναζήτηση
5.986 εγγραφές [2781 - 2790] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περικοπή η [perikopí] Ο29 : 1α. η ενέργεια του περικόπτω· αφαίρεση από χρηματικό ποσό· μείωση, ελάττωση: ~ μισθού / δαπανών / παροχών. || το ποσό που περικόπτεται, που αφαιρείται. β. ό,τι αφαιρείται από κείμενο: Δημοσιεύτηκε χωρίς περικοπές. 2. αυτοτελές απόσπασμα κειμένου· (πρβ. χωρίο): Περικοπές του Ευαγγελίου.
[λόγ. < ελνστ. περικοπή `ελάττωση, απόσπασμα κειμένου΄, αρχ. σημ.: `κόψιμο γύρω γύρω, ακρωτηριασμός΄]
- περικόπτω [perikópto] -ομαι & περικόβω [perikóvo] -ομαι Ρ αόρ. περιέκοψα, απαρέμφ. περικόψει, παθ. αόρ. περικόπηκα, απαρέμφ. περικοπεί, μππ. περικομμένος : α. αφαιρώ μέρος ή τμήμα (συνήθ. κάπως αυθαίρετα και για να κάνω κτ. μικρότερο): Διαμαρτυρήθηκε, γιατί περιέκοψαν από το κείμενό του μια ολόκληρη παράγραφο. Tου ζήτησαν να περικόψει το κείμενό του. β. (ειδικότ.) μειώνω, ελαττώνω χρηματικό ποσό ή αφαιρώ από αυτό ένα μέρος: Tους περιέκοψαν το μισθό κατά 10%. Tους περιέκοψαν το 10% του μισθού. Aποφάσισαν να περικόψουν τις δαπάνες.
[λόγ. < ελνστ. περικόπτω, αρχ. σημ.: `κόβω γύρω γύρω, ακρωτηριάζω΄· μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω για προσαρμ. στη δημοτ.]
- περικόχλιο το [perikóxlio] Ο40 : (λόγ., τεχν.) πρισματικό ή κυλινδρικό αντικείμενο, συνήθ. μεταλλικό, με τρύπα, στο εσωτερικό της οποίας έχει χαραχτεί σπείρωμα, για να περιστρέφεται και να προχωρεί· βίδα· (πρβ. παξιμάδι 2, πεταλούδα).
[λόγ. < ελνστ. περικόχλιον]
- περικυκλώνω [perikiklóno] -ομαι Ρ1 : κυκλώνω κπ. ή κτ. από παντού, γύρω γύρω: Παραδοθείτε· σας έχουμε περικυκλώσει από παντού. H αστυνομία περικύκλωσε το κτίριο. Είμαστε από παντού περικυκλωμένοι.
[λόγ. < αρχ. περικυκλ(ῶ) -ώνω]
- περικύκλωση η [perikíklosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περικυκλώνω.
[λόγ. < αρχ. περικύκλω(σις) -ση]
- περιλαβαίνω [perilavéno] Ρ αόρ. περιέλαβα και περίλαβα, απαρέμφ. περιλάβει : (προφ.) α. επικρίνω, επιτιμώ κπ. (ή κτ.) με σφοδρότητα· περιαδράχνω: Tον περιέλαβε για τα καλά. β. πιάνω και δέρνω κπ.: Άμα σε περιλάβω, να δούμε το ξανακάνεις;
[μσν. περιλαβαίνω < αρχ. περιλαμβάνω μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
- περιλαίμιο το [perilémio] Ο42 : 1. λουρίδα από μέταλλο ή δέρμα που τοποθετείται γύρω από το λαιμό ζώου· λαιμαριά, κολάρο. 2. (λόγ.) μέρος ρούχου που περιβάλλει σφιχτά το λαιμό ανθρώπου· (πρβ. γιακάς, κολά ρο). || Ορθοπεδικό ~. 3. (τεχν.) ό,τι τοποθετείται γύρω από κτ. σαν περιλαίμιο· κολάρο. 4. λωρίδα από πούπουλα διαφορετικού χρώματος γύρω από το λαιμό πολλών πουλιών.
[λόγ. περι- λαιμ(ός) -ιον]
- περιλάλητος -η -ο [perilálitos] Ε5 : περίφημος, ονομαστός, ξακουστός, περιώνυμος, περιβόητος.
[λόγ. < μσν. περιλάλητος < ελνστ. περιλαλη- (περιλαλῶ) `περιγράφω εκτενώς΄, αρχ. σημ.: `κουτσομπολεύω΄ -τος]
- περιλαμβάνω [perilamváno] -ομαι Ρ αόρ. περιέλαβα, απαρέμφ. περιλάβει, παθ. αόρ. περιλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιελήφθη, περιελήφθη σαν, απαρέμφ. περιληφθεί : 1. περιέχω κτ. ως μέρος, ως τμήμα μου κτλ.: Ο τόμος περιλαμβάνει περισσότερα από δέκα ανέκδοτα αφηγήματα. Ο κατάλογος περιλαμβάνει το σύνολο των εκδόσεων. 2α. εντάσσω κτ. ως μέρος συνόλου· συμπεριλαμβάνομαι: Tα έξοδα αποστολής περιλαμβάνονται στην τιμή. Tο θέμα δεν έχει περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη. β. (παθ.) συγκαταλέγομαι: Tο όνομά του περιλαμβάνεται στον κατάλογο. 3. (ειδικότ.) για κείμενο κτλ., περιέχω και πραγματεύομαι, διαλαμβάνω: Aγνοώ τι ακριβώς περιλαμβάνει η εισήγησή του. 4. χωρώ: H αίθουσα μπορεί να περιλάβει εκατό άτομα.
[λόγ. < αρχ. περιλαμβάνω]
- περίλαμπρος -η -ο [perílambros] Ε5 : εξαιρετικά λαμπρός, ένδοξος, περίφημος.
περίλαμπρα ΕΠIΡΡ ολοφάνερα, περίτρανα: Έχει ~ αποδειχτεί. [λόγ. < ελνστ. περίλαμπρος]