Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρυχνίνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρυχνίνη η [strixníni] Ο30 : φυτικής προέλευσης δηλητηριώδης ουσία, έντονα τοξική, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. strychnine < νλατ. strychn(os) (στη νέα σημ.) < αρχ. στρύχν(ος) (δες λ.) -ine = -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες