Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπιρίνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπιρίνη η [aspiríni] Ο30 : 1.εμπορική ονομασία παυσίπονου και αντιπυρετικού φαρμάκου: Δισκία ασπιρίνης. || το δισκίο της ασπιρίνης: Πήρα μία ~. Aποφεύγει τα φάρμακα, δεν παίρνει ούτε ~. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε ένα μέτρο που αντιμετωπίζει προσωρινά και όχι ριζικά μια δύσκολη κατάσταση: Προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα της ανεργίας με ασπιρίνες. ασπιρινούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γερμ. Aspirin (ουδ.) μέσω του γαλλ. aspir(ine) (θηλ.) -ίνη· ασπιρίν(η) -ούλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπιρίνη [aspiríni] η, (L) pharm
  • ① acetylsalicylic acid, aspirin
  • ② aspirin tablet:
    • της έφερνα παγωμένο νερό .., για να παίρνει τις ασπιρίνες της (Glezos)

[fr kath ασπιρίνη ← Germ Aspirin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες