Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Απόφανση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόφανση η [apófansi] Ο33 : (λόγ.) γνώμη που διατυπώνεται με την αξίωση ότι είναι αληθινή, ως δόγμα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόφαν(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόφανση [apófansi] η, (L) philos
  • declarative or assertoric sentence, assertion, statement (syn κρίση):
    • αισθητική, αυθαίρετη, βεβαιωτική, δογματική, ταυτολογική ~ |
    • διατυπώνω, εκφράζω μιαν ~ |
    • η λογική πρόταση είναι ~, γνώμη που εκφράζεται με την αξίωση ότι είναι αληθής (Papanoutsos) |
    • παραδεχόμαστε ωσάν αυτονόητο αξίωμα την ~ |
    • η μόρφωσή μας τις περισσότερες φορές είναι συνθεμένη από κενές αποφάνσεις (id.) |
    • οι άμεσες αρχές είναι γενικές αποφάνσεις, υποθέσεις απάνω στις οποίες στηρίζομε τους παραγωγικούς μας συλλογισμούς (Tatakis)

[fr kath απόφανσις ← K, AG, der of ἀποφαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες