Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αθωνίτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aθωνίτης ο [aθonítis] Ο10 : ο Aγιορείτης: Ένας ~ μοναχός.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) Ἄθων `Άθως΄ -ίτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αθωνίτης [aθonítis] m adj
  • of or fr Athos, residing in Athos:
    • ~ μοναχός |
    • (ο Γαλανός) θα μπορούσε ίσως, μένοντας στην Eλλάδα, να γίνη ... ένας ~ ησυχαστής (Panagiotop)

[der of Άθως, gen Άθων-ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες