Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αν
8,263 items total [8141 - 8150]
[Λεξικό Κριαρά]
ανώγειον το,
βλ. ανώγαιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανώγειος -α -ο [anójios] Ε6 : για κατασκευή που βρίσκεται επάνω από το ισόγειο, συνήθ. ως ουσ. το ανώγειο, στα αστικά κυρίως σπίτια, το υπερυψωμένο ισόγειο.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. ἀνώγειον τό (αρχ. ἀνώγαιον)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώγειος, -α, -ο [anóyios] (L)
  • being above the ground or main floor:
    • ανώγεια αίθουσα |
    • το κτίριο είχε και ανώγειο πάτωμα

[fr kath (neol) ανώγειος, der of ανώγειον or cpd of άνω & combin form -γειος; cf επί-, ισό-, υπέρ-, υπό-γειος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώγι [anóyi] το, (& ανώι) = ανώγειο
:
  • ~ σε δίπατο σπίτι |
  • τρώγανε στο ~ |
  • μια ξύλινη σκάλα ανέβαινε από το κατώγι στο ~ |
  • η λιθοδομή των ανωγιών ήτανε ξέσκεπη |
  • prov ο Mανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια
  • one dreams of or brags about nothing real:
    • τα σπίτια τους κοιτάζονταν αντικρυστά, παλιά φτωχά σπιτάκια μονόπατα, με κατώι το καθένα και μ' ανώι (Xenop) |
    • την βρήκε σ' ένα ~, σε μια μεγάλη κάμαρα, όπου το κατώγι ήταν παλιός στάβλος (Petsalis) |
    • folks. .. τον αφέντη | οπού έχει ανώγια δίπατα κι αυλές μαρμαρωμένες (Theros) |
    • poem με τον αγέρα, αφέντη, οικοδομάς ανώγια και κατώγια (Kazantz Od 14.1260)

[fr postmed ανώγι (Somavera) ← MG (Kriaras) ανώγιν beside MG ανώγειον ← K (pap) ἀνώγειον]

[Λεξικό Κριαρά]
ανώγι(ν) το,
βλ. ανώγαιον.
[Λεξικό Κριαρά]
ανωγιαστός, επίθ.
  • (Προκ. για δωμάτιο) που βρίσκεται στο ανώγι:
    • (Kατζ. A´ 327).

[<ανωγιάζω (IΛ, γειά‑). Τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωγοκάτωγο [anoγokátoγo] το, (& ανωκάτωγο)
  • first and second floors of a two-story house

[fr LMG (16th c.) ανωγοκάτωγο, dvandva of ανώγι & κατώγι; cf MG (11th c.) ανωγοκατώγεων οίκημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωγοκάτωγος, -η, -ο [anoγokátoγos] (region. & Prevelakis)
  • having two stories, two-story:
    • η κατοικία του ήταν ένα παράσπιτο ανωγοκάτωγο μια τρακοσαριά μέτρα από τις φυλακές (Prevelakis)

[cpd w. ανώγι & κατώγι; cf MG (11th c.) ανωγοκατώγεων οίκημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωδομή η [anoδomí] Ο29 : (οικοδ.) η υπερκείμενη του ισογείου κατασκευή: H ~ στα πυργόσπιτα κατασκευαζόταν με ελαφρά υλικά.

[λόγ. ανω- + δομή μτφρδ. γαλλ. superstructure]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωδομή [anoDomí] η, (L)
  • archit structure built on another, superstructure (syn ανωδομία):
    • στην ~ της εκκλησίας κυριαρχούν οι τρεις τρούλοι |
    • η ~ του κτιρίου κοσμείται με κυμάτιο και γείσο |
    • οι ισχυρές αντηρίδες σχημάτιζαν στην ~ με σαφήνεια το σχήμα του σταυρού (Nikonanos) |
    • όλοι σχεδόν οι χώροι της εκκλησίας που διαγράφονται στην κάτοψη ξεχωρίζουν και στην ~ (Bakirtzis)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανωδομή, cpd of άνω & δομή]

< Previous   1... 813 814 [815] 816 817 ...827   Next >
Go to page:Go