Παράλληλη αναζήτηση
| 8.263 εγγραφές [8161 - 8170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνωθεν, επίρρ.· άνωθε· άνωθι.
-
- 1)
- α) Στο επάνω μέρος:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 411)·
- β) προς τα επάνω:
- (Bέλθ. 344).
- α) Στο επάνω μέρος:
- 2) Προηγουμένως:
- άνωθεν ερμηνεύειν (Aσσίζ. 9419).
- 3) (Xρον. με εμπρόθ. προσδ.) κατά τη διάρκεια:
- (Xρον. σουλτ. 1222).
- 4) (Mε άρθρο στον πληθ.) τα ουράνια:
- (Διακρούσ. 1101).
- 5) (Eπιθετ.) ο μνημονευμένος:
- (Mαχ. 25230).
[αρχ. επίρρ. άνωθεν. T. άωθε(ν) σήμ. ποντ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνωθεν [ánoθen] adv (L) (& άνωθε)
- ① over, above:
- το υψίπεδο άνωθε του κάμπου της Kυρηνείας |
- καταριέμαι τους ανέμους, που διεκδικούν άνωθέ μας την επικράτησή τους (Athanas) |
- poem .. οι πόνοι | άνωθέ μας τιναχτά αστροπελέκια | βαριά μας ζώνουν κλ (Karavidas)
- ② ~ (L) fr a higher authority, fr high quarters, fr above, fr higher up:
- διαταγή, εντολή ~ |
- ~ κατευθυνόμενη προσπάθεια εκφοβισμού |
- ~ επιβαλλόμενος νόμος
- ⓐ ~ (Papatsonis άνωθε), fr above, fr heaven or fr the supreme being:
- ήταν σφραγισμένος ~ για την αποστολή αυτή |
- ο χριστιανός φιλόσοφος έχει την αλήθεια ~ (Tatakis) |
- η πορεία του Iησού ήταν ιστορικά προγραμματισμένη ~ (Palaiologos) |
- ο ορισμός της αγάπης έρχεται ~, ενώ ο ορισμός της φιλίας είναι καθαρά ανθρώπινος (Theodorakop) |
- η πιο ασήμαντη γυναίκα μπορεί να είναι ανεπίγνωστα ένα σκεύος ιερό, διαλεγμένο ~ για την ύπατη θυσία του αίματος (Terzakis) |
- poem .. απόψε .. | που άνωθε μου ζητιέται ο δίκαιος φόρος (Papatsonis)
[fr kath άνωθεν ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① over, above:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωθώ [anoθó] (L)
- to push upward, to thrust up
[fr kath ανωθώ ← K, AG, cpd of αν(α)- & ωθώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώι το [anói] Ο45 & ανώγι το [anóji] Ο44 : (στα αγροτικά κυρίως σπίτια) ο επάνω όροφος σε αντιδιαστολή προς το κατώι. ΠAΡ Ο Mανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, για άνθρωπο που υπόσχεται ή προγραμματίζει πολλά, δεν κάνει όμως τίποτε για να τα πραγματοποιήσει.
[ανώγι: μσν. ανώγι(ν) < ελνστ. ἀνώγειον· ανώι: αποβ. του μεσοφ. [j] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώι s. ανώγι.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωκάτωγο s. ανωγοκάτωγο.
[Λεξικό Κριαρά]
- ανωκατωγυρίζω· ανακατωγυρίζω.
-
- 1) Περιστρέφω προς τα επάνω και προς τα κάτω:
- ανακατωγύριζεν τα μάτια του σαν ένας δαιμονισμένος (Mπερτολδίνος 150).
- 2) Aναποδογυρίζω:
- να … ανακατωγυρίσουν εκείνα τα βαρέλια (αυτ. 114).
[<επίρρ. άνω κάτω + γυρίζω. Τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ανα‑)]
- 1) Περιστρέφω προς τα επάνω και προς τα κάτω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώλεθρος, -η, -ο [anóleθros] (L)
- indestructible (of abstract entities):
- το Oν ως αγέννητο είναι και ανώλεθρο (Lambridi) |
- στον πλατωνικό παραλληλισμό της γνώσης και της πραγματικότητας η λογική γνώση αντιστοιχεί στο ακίνητο, ανώλεθρο είναι (Kelesidou-G)
[fr kath ανώλεθρος ← PatrG, K, AG]
- indestructible (of abstract entities):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώμαλα [anómala] adv (L)
- ① in a manner departing fr normal behavior, abnormally, irregularly:
- η καρδιά του χτυπούσε ~ |
- στην γενετησιακή εποχή το ωοθηλακικό σύστημα λειτουργεί ~ (Louros)
- ② in a manner departing fr accepted norms or rules, anomalously, irregularly:
- ένα γράμμα διπλωμένο ~ |
- διορίστηκε χωρίς προσόντα, αντικανονικά κι ~ |
- το κυβερνητικό σχήμα είχε εγκατασταθεί στην εξουσία ~ |
- ο P. σταδιοδρόμησε ~, σηκωμένος στις ράχες των κυμάτων στην έξαψη μιας κοσμογονικής θύελλας (Terzakis) |
- φοβούμαι πως κάνω το χρέος μου ~, αμέθοδα και μισά, μολονότι πιστεύω στην αλήθεια της ιδέας (Palamas, adapted)
- ⓐ gramm irregularly:
- μερικά τριτόκλιτα ουσιαστικά κλίνονται ~ στον πληθυντικό
- ③ in an unusual or strange way (near-syn περίεργα):
- βράχοι ~ γερμένοι |
- αραιοί κορμοί σπαρμένοι ~και ακατάστατα |
- συμβαίνει κάποτε η αντικειμενικότητα των πανθεϊστικών ποιημάτων να αναπτύσσεται μέσα μας τόσον ~, που η θέα των εξωτερικών αντικειμένων να μας κάνει να ξεχνάμε τη δική μας ύπαρξη (Papanoutsos)
[der of ανώμαλος; cf kath ανωμάλως]
- ① in a manner departing fr normal behavior, abnormally, irregularly:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανωμαλία η [anomalía] Ο25 : 1α.κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλότητας, η παρέκκλιση από τον κανόνα, από την τάξη ή από τον κανονικό ρυθμό: Δεν παρατηρήθηκε καμιά ~ στη διεξαγωγή των εκλογών. H απεργία προκάλεσε πολλές ανωμαλίες στις συγκοινωνίες. Παρουσιάστηκε μια ~ στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, βλάβη. H χώρα πέρασε μια περίοδο πολιτικής ανωμαλίας, αναταραχής. Δε θέλω να με φιλοξενήσουν, γιατί φοβάμαι ότι θα τους φέρω ~, ενόχληση. ΦΡ έγινε / γίνεται της ανωμαλίας, για αναταραχή, φασαρία. || πράξη που παρουσιάζει κάποια ανωμαλία, κάποια τυχαία ή σκόπιμη παρατυπία: Ο έλεγχος έφερε στο φως διαχειριστικές ανωμαλίες. β. παραμόρφωση, ελαττωματική κατασκευή ή διαταραχή που παρουσιάζεται σε ένα ζωντανό οργανισμό: Aνωμαλίες του σκελετού. ~ στη λειτουργία της καρδιάς / του πεπτικού συστήματος. Διανοητική / ψυχική / σεξουαλική ~. 2. η έλλειψη ομαλότητας, η ιδιότητα που έχει ό,τι δεν είναι επίπεδο ή λείο: H ~ του εδάφους δυσκολεύει τη συγκοινωνία. || ανώμαλος σχηματισμός: Tο έδαφος / ο τοίχος έχει πολλές ανωμαλίες, υψώματα, κοιλώματα, προεξοχές κτλ.
[λόγ. < αρχ. ἀνωμαλία (1β: σημδ. γαλλ. anomalie (στη νέα σημ.) < μσνλατ. anomalia (γραμμ. σημ.) < ελνστ. ἀνωμαλία, δες ανώμαλος2γ)]



