Combined Search
| 8,263 items total [8151 - 8160] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωδομία [anoDomía] η, (L)
- archit superstructure:
- η ~ του κτιρίου αποτελούνταν από ωμά πλιθάρια |
- οι μετόπες ήταν μέρος της ανωδομίας του ναού (Varelas)
[fr kath (neol) ανωδομία, cpd w. combin. form -δομία; cf λιθοδομία, ναοδομία, πολεοδομία etc]
- archit superstructure:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανώδυνα, επίρρ.
-
- Xωρίς ενόχληση:
- (Λίβ. N 2637).
[<επίθ. ανώδυνος. H λ. και σήμ.]
- Xωρίς ενόχληση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώδυνα [anóDina] adv (L)
- ① in a manner not causing (physical) pain, painlessly (syn ανωδύνως L, άπονα, ant επώδυνα 1, οδυνηρά 1):
- ο γιατρός θα σας ξαναδώσει την ακοή σας ~ |
- δεν υπάρχει πιο ιδανικός θάνατος από εκείνον που έρχεται να μας πάρει ~ (Thrylos)
- ② fig in a manner not causing problems or mental anguish, smoothly (syn ανωδύνως 2, ant οδυνηρά 2):
- τα πράγματα εξελίχθηκαν ~ |
- οι αλλαγές συντελέσθηκαν γρήγορα κι ~ |
- η μέρα κύλησε ειρηνικά κι ~ |
- μερικές σελίδες θα μπορούσαν να λείψουν ~ |
- το επεισόδιο έληξε ~ |
- ο Nιρβάνας μεταπήδησε στη δημοτική τόσο ~ που σχεδόν δεν άφησε τους γύρω του να καταλάβουν τη μεταστροφή (Chatzinis) |
- στα επεξηγηματικά του κείμενα ο Aϊνστάιν διατυπώνει απλά και ~ τις διαπιστώσεις του (Panagiotop) |
- poem .. γυμνά κρανία .. γυαλίζουν τις νύχτες | κάτω απ' τα πράσινα λαμπιόνια, ~ σχεδόν (Ritsos)
[fr MG (Kriaras), ανώδυνα, der of ανώδυνος]
- ① in a manner not causing (physical) pain, painlessly (syn ανωδύνως L, άπονα, ant επώδυνα 1, οδυνηρά 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωδυνία [anoDinía] η, (L)
- freedom fr pain, anodynia:
- πρέπει να έχω σκοπό της ζωής μου την ~ του σώματος και την αταραξία της ψυχής (Theodorakop)
[fr kath ανωδυνία ← LK (3rd c. AD), AG]
- freedom fr pain, anodynia:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανώδυνος, επίθ.
-
- 1) Που δεν προκαλεί οδύνη· που δε σχετίζεται με μέριμνες· ευχάριστος:
- (Iμπ. 47), (Λίβ. (Lamb.) N 452).
- 2) (Προκ. για άνθρωπο) αμέριμνος:
- (Σκλάβ. 270).
[αρχ. επίθ. ανώδυνος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν προκαλεί οδύνη· που δε σχετίζεται με μέριμνες· ευχάριστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώδυνος -η -ο [anóδinos] Ε5 : 1.που δεν προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο. ANT επώδυνος1: Aνώδυνη χειρουργική επέμβαση. ~ τοκετός, που γίνεται με τοπική αναισθησία ή με ειδικές ασκήσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Ο χωρισμός δεν ήταν καθόλου ~, αντίθετα ήταν πολύ οδυνηρός. 2. (μτφ.) α. που δεν προκαλεί προβλήματα ή αντιδράσεις. ANT επώδυνος2: Tα νέα οικονομικά μέτρα δε θα είναι ανώδυνα. β. που δεν προκαλεί παρενέργειες, που είναι αβλαβής: H ασπιρίνη θεωρείται ανώδυνο φάρμακο.
ανώδυνα ΕΠIΡΡ: Εγχειρήσεις που γίνονται αναίμακτα και ~. Περάσαμε την οικονομική κρίση ευτυχώς ~, εύκολα. [λόγ. < αρχ. ἀνώδυνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώδυνος, -η, -ο [anóDinos] (L)
- ① causing no (physical) pain, painless (ant επώδυνος 1, οδυνηρός 1):
- ~ θάνατος, τοκετός |
- ανώδυνη εγχείρηση |
- ανώδυνη μέθοδος διαγνώσεως |
- ανώδυνη εξαγωγή δοντιού
- ② fig causing no anguish or pain (mental, moral etc), painless (ant επώδυνος 2, οδυνηρός 2):
- ~ χωρισμός |
- ανώδυνοι ενδοιασμοί |
- ανώδυνη ειρωνεία, κωμωδία, σάτιρα |
- ανώδυνη ασυδοσία, διευθέτηση, περιπέτεια |
- ανώδυνες δηλώσεις, παρατηρήσεις, φωτογραφίες |
- ανώδυνα θέματα για συζήτηση |
- ανώδυνες μεταβολές καθεστώτων |
- ανώδυνη επίδειξη αντιδυναστικών αισθημάτων |
- η ανώδυνη για τη χώρα εποχή διαμάχης στην Eυρώπη |
- τα έθιμα του θανάτου αποβλέπουν στο να εξασφαλίσουν στην ψυχή μιαν ανώδυνη μετάβαση και ζωή στο νέο της τόπο (Loukatos) |
- με την επενέργεια του τραγικού θεάματος τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου .. γίνονταν διαθέσεις ήρεμες, ανώδυνες (Papanoutsos)
- ③ insignificant, inconsequential (syn ασήμαντος):
- ανώδυνα και ουδέτερα κείμενα |
- το ανώδυνο αισθηματάκι της δείνα |
- η υπόθεση δεν είναι τόσο ανώδυνη όσο φαίνεται |
- το πρόβλημα της αξίας δεν είναι τόσο ανώδυνο όσο το πρόβλημα του όντος (Papanoutsos) |
- τα μικρά συμπτώματα ομαδικής υστερίας του Mεσαίωνα είναι απατηλά ανώδυνες εκδηλώσεις μιας γενικότερης επιβουλής (Terzakis, adapted) |
- πολλές υπάρξεις πραγματοποιούν μόνο περιστατικές, υπηρεσιακές, περίπου ανώδυνες επαφές (Panagiotop)
[fr kath ανώδυνος ← MG, K, AG]
- ① causing no (physical) pain, painless (ant επώδυνος 1, οδυνηρός 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανωδύνως [anoDίnos] adv (L)
- ① in a manner not causing physical pain, painlessly
- ② fig in a manner not causing problems or mental anguish, smoothly, painlessly (syn ανώδυνα 2):
- οι κεφαλαιοκράτες για να διασώσουν τα κέρδη του εγωισμού και της κακίας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει το όριο όπου ο εγωισμός μπορεί να καταργηθεί ~ (Tsatsos)
[fr kath ανωδύνως ← K, AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνωθε s. άνωθεν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνωθεν [ánoθen] επίρρ. : (λόγ.) από επάνω, από ψηλά, κυρίως σε στερεότυπες εκφορές: Οι εντολές έρχονται ~, από ανωτέρους. || (ως επίθ.): Οι ~ εντολές. Περιμένουν την ~ βοήθεια, από το Θεό. || (ως ουσ.) οι άνωθεν, οι ιεραρχικά ανώτεροι.
[λόγ. < αρχ. ἄνωθεν]



