Παράλληλη αναζήτηση
| 455 εγγραφές [361 - 370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροδένω [alafro∂éno] ppp αλαφροδεμένος,
- tie loosely (syn δένω or συνδέω αλαφρά):
- άλλοτε λαφροδεμένη κάτω απ' το σαγόνι (Drosinis) |
- poem τα μάτια χύνουν έρωτα κατά τον άνου κόσμον, | οπού τον αλαφρόδενε στη γη με το χορό του (Solom)
[cpd w. δένω]
- tie loosely (syn δένω or συνδέω αλαφρά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροζυγιάζω [alafroziyázo]
- ① weigh on the scales on the side of the light weights (syn ζυγιάζω από τις αλαφρές [s. αλαφρές], ant ζυγιάζω από τις βαριές)
- ⓐ weigh light (syn ξικοζυγιάζω, δε ζυγίζω σωστά, κάνω λιποβαρή ζύγιση):
- το στατέρι αλαφροζυγιάζει |
- ο μπακάλης αλαφροζυγιάζει
- ② region. be lightminded (syn είμαι αλαφρόμυαλος, αλαφροφέρνω, κουτοφέρνω)
- ③ mi αλαφροζυγιάζομαι swing lightly, of birds (syn μετεωρίζομαι) also fig:
- το πνεύμα του Oμήρου αλαφροζυγιάζεται μέσα στον λαμπρόν αιθέρα (Panagiotop) |
- poem τα μάτια του έπαιζε χαρούμενος στα χνουδωτά γαλάζια | ύπνου και ξύπνου αγεροσύνορα κι αλαφροζυγιαζόταν, | χωρίς παραμαντέματα, στου νου το πιο αψηλό κλωνάρι (Kazantz Od 18.545) |
- και στο στρωτό μ' απάντησε τον άμμον η γυναίκα | σαν το πουλί που στο γιαλό ζυγώνει να κοιτάξη κι ως δη αλαφροζυγιάζεται τα μάκρη να σαϊτέψη (Sikel)
[cpd w. ζυγιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροζυγίζω [alafroziyízo]
- ① weigh sth in one's hand, heft:
- θα τους αναγνωρίσετε από τον τρόπο που το πιάνουν, που το χαϊδεύουν, που το αλαφροζυγίζουν (Terzakis)
- ② mi αλαφροζυγίζομαι swing lightly (syn αλαφροζυγιάζω 3):
- poem ω, τη νεραντζούλα μας! Πάνε στα κλαδιά της | κι αλαφροζυγίζονται | κελαδώντας σπίνοι (Karyotakis)
[cpd w. ζυγίζω]
- ① weigh sth in one's hand, heft:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροήσκιωμα [alafroíscoma] το, (& λαφρόσκιωμα)
- ① vision (syn ήσκιος, σκιά):
- poem παράπονα δεν έρχεται | να πη το ~ | του ωραίου μου πατέρα (Skipis)
- ② invisible ghost, phantom:
- poem τα μάγια και τα λαφροσκιώματα | κι όξω 'πό μας το κακό μάτι (Galanos)
[der of *αλαφροησκιώνω]
- ① vision (syn ήσκιος, σκιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροήσκιωτα [alafroíscota] adv
- in an invisible manner, invisibly:
- θάμαζε τις μπαλαρίνες να χορεύουν, ντυμένες ~ (KPolitis)
[der of adj αλαφροήσκιωτος]
- in an invisible manner, invisibly:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροήσκιωτος1 [alafroíscotos] ο,
- ① folkt visionary, one given to seeing visions or the invisible world of ghosts, feys etc:
- έψαχναν όλο ν' αγκαλιάσουν τα πόδια τ' αλαφροήσκιωτου (Plaskovitis) |
- poem αλαφροήσκιωτε καλέ, πες μας απόψε τ' είδες (Solom)
- ② day dreamer, dreamer (syn οραματιστής):
- μερικοί απ' αυτούς είναι σωστοί αλαφροήσκιωτοι, όπως λέει ο λαός, οραματισταί που βλέπουν όνειρα και ξύπνιοι (Melas) |
- τα πρόσωπα που αγγίζουν τα σύνορα του ονείρου και του παραμυθιού, ο βιολιτζής ο Nίκαρος κ' η Ποθούλα, οι δυο αλαφροήσκιωτοι που εκφράζουν άμεσα το λυρικό είναι του ποιητή (Theotokas) |
- ο ίδιος ο ήρωας του ποιήματος είν' ένας ~, ένας ποιητής (Spandonidis) |
- poem και τους αλαφροήσκιωτους μαγεύουν και πηγαίνουν | με τους Πηγάσους των ηρώων και των τραγουδιστών (Palam) |
- λύρες αλαφροήσκιωτων και γκάιδες | μας παίζαν γύρω η θάλασσα, η βραδιά (id.) |
- ποιος είν' ο ~, | που το βαθύ μυστήριο θενά δράξη (Sikel) |
- κ' είπεν |
- "Ω αλαφροήσκιωτε, σηκώσου· εσύ το σάρκωσες | το τάμα (id.)
[substantiv. m of αλαφροήσκιωτος -η -ο]
- ① folkt visionary, one given to seeing visions or the invisible world of ghosts, feys etc:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροήσκιωτος2, -η, -ο [alafroíscotos] (region. ελaφροήσκιωτος, region. & Kazantz αλαφρόσκιωτος)
- ① region. having a light shade, of trees (ant βαρύσκιος, βαρύσκιωτος):
- αλαφροήσκιωτο δέντρο |
- poem καλώς ήρθες! πώς βαραίνεις, αλαφροήσκιωτο κορμί, | στέρνα, λες, παραμυθένια | πετραδιών ξεχειλιστή (Palam) |
- ... να σε χαρώ μπροστά μου | σα λεύκα αλαφροήσκιωτη (Tsatsos)
- ⓐ synecd:
- κάτω από τα δέντρα στην ώρα του αλαφροήσκιωτου μεσημεριού (Palam)
- ② given to seeing visions, visionary (syn που βλέπει αόρατες δυνάμεις, ξωτικά κλ, αλαφροστοίχειωτος, αλαφρόστοιχος, αλαφρόστρατος, βαρύσκιωτος, ξωπαρμένος):
- ~ άνθρωπος, συχωριανός τους |
- ~ βοσκός |
- όποιος είναι ~ βλέπει τις νεράιδες |
- είναι ~ και βλέπει τα αερικά |
- αλαφροήσκιωτα μάτια |
- ξαναρχίσετε έναν πόλεμο φριχτό, τούτη την ώρα την αλαφροήσκιωτη (Vlachogiannis) |
- ο πολύς κόσμος τον έπαιρνε για αλαφροήσκιωτο και του έκανε τη ζωή δύσκολη (Papanoutsos) |
- οι φθαρμένες αυτές υπάρξεις είχαν πλέον πνευματοποιηθή, είχαν γίνει αλαφροήσκιωτες υπάρξεις μαντικές (Michelis) |
- τίποτε το νοσηρό ή το αλαφροήσκιωτο σ' αυτό το πλάσμα που ακούει "φωνές" από τον Oυρανό και κουβεντιάζει με αγίους (Terzakis) |
- poem και με την τέχνη του κρατά και με τον έρωτά του | ~ποιητής λειτουργικό βιβλίο (Palam) |
- τώρα της λαχτάρας σου | και της ζωής σου τ' άδεια | κάποια αλαφροήσκιωτα | τα γέμισαν σημάδια (id.) |
- καλώς ήρθες! πώς βαραίνεις, | αλαφροήσκιωτο κορμί (id.) |
- και το άγιο παραμύθι | σα βασιλόπουλο αλαφρόσκιωτο πάει να πνιγή στο ρέμα (Kazantz Od 16.422) |
- όλα 'ταν όραμα αλαφροήσκιωτο, χορευταρού μια πάχνη all was a visionary dream, a dancer's mist (ib 17.1259) |
- ψυχή αλαφροήσκιωτη και νεραϊδοπαρμένη (Gryparis) |
- στην αλαφροήσκιωτη γωνιά | που ηύρε στασίδι η Λήθη (Agras) |
- ήσκιοι αλαφροί σου κάθισαν στο στήθος, | αλαφροήσκιωτη, ξεχασμένη αδερφούλα των μικρών πουλιών (NPappas) |
- πατρίδα αλαφροήσκιωτη | των πιο ξενιτεμένων τ' ουρανού (MServaki)
- ③ sleeping lightly (syn region. αλαφρόυπνος, ant βάρυπνος):
- μου χτυπάς με το χέρι στον τοίχο ... εγώ είμαι, ξέρεις, πολύ αλαφροήσκιωτη (Christomanos)
[fr *ελαφροσκιωτός (as form αλαφρόσκιωτος shows), this cpd of ελαφρά & K σκιωτός (also in βαρύ-σκιωτος); form αλαφροήσκιωτος remade on basis of ήσκιος, ησκιώνω etc]
- ① region. having a light shade, of trees (ant βαρύσκιος, βαρύσκιωτος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαφροΐσκιωτος -η -ο [alafroískotos] Ε5 : 1.που βλέπει φαντάσματα, ξωτικά και νεράιδες. 2. (σπάν.) που δεν κοιμάται βαθιά, που ξυπνάει εύκολα.
[αλαφρο- + ίσκι(ος) -ωτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφροκαθίζω [alafrokaθízo] aor αλαφροκάθισα,
- sit lightly, settle gently (cf αλαφροπατώ 2):
- άξαφνα νύχτωσε. Eίδε τη νύχτα που αλαφροκάθισε κάτω στον κάμπο (Petsalis).
- sit lightly, settle gently (cf αλαφροπατώ 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφρόκαρδος, -η, -ο [alafrókar∂os] (& ελαφρόκαρδος & λαφρόκαρδος)
- lighthearted (syn αμέριμνος, ξένοιαστος, ant βαρύκαρδος):
- ελαφρόκαρδος τρόπος |
- λαφροκέφαλο αλήθεια και λαφρόκαρδο πουλάκι (Psichari)
[der of αλαφρός & καρδιά]
- lighthearted (syn αμέριμνος, ξένοιαστος, ant βαρύκαρδος):



