Παράλληλη αναζήτηση
| 455 εγγραφές [321 - 330] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάφι το,
- βλ. ελάφι(ν).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάφια [aláfja] τα,
- teratologies, absurdities; s. λάφια.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαφιάζω [alafxázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. αλαφιασμένος* : 1α.προκαλώ σε κπ. ξαφνικό και δυνατό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζω, τρομάζω: Tο ξαφνικό ούρλιασμα της σειρήνας μάς αλάφιαζε την ψυχή. β. κυριεύομαι από ξαφνικό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Ένα κακό όνειρο τον έκανε ν΄ αλαφιάσει. 2. (παθ.) ξαφνιάζομαι, τρομάζω: Tα τσοπανόσκυλα αλαφιαστήκανε κι άρχισαν να γαβγίζουν. Mια κραυγή τον έκανε ν΄ αλαφιαστεί.
[αλάφ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφιάζω [alafjázo] λαφιάζω,
- rarely ελαφιάζω, mi αλαφιάζομαι, ipf αλαφιαζόταν, aor αλαφιάστηκα (λαφιάστηκα, ελαφιάσθη [Solom]), ppp αλαφιασμένος (λαφιασμένος, ελαφιασμένος [Theotokas])
- ① act startle, frighten (syn βάζω σε ταραχή, ξαφνιάζω, ξυπάζω, τρομάζω, εκφοβίζω):
- τον αλάφιασε στον ύπνο του he startled him out of his sleep |
- όλ' αυτά ... του λάφιαζαν την ψυχή (Karagatsis) |
- άλλο ούρλιασμα μ' άλλον ήχο σε αλαφιάζει (Karantonis) |
- poem κι ως πέφτει φλογισμένο μες στη θάλασσα | λαφιάζει τα κοπάδια των προβάτων (Sarantis)
- ② intr & mi αλαφιάζομαι be startled, take fright, be (easily) frightened (syn ξαφνιάζομαι, σαστίζω, ταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι, τα χάνω):
- το παιδί αλαφιάζεται τη νύχτα |
- το ζο αλάφιασε |
- κάτι τον έκαμε ν' αλαφιάση |
- μην πλησιάζης το άλογο να μην αλαφιαστή |
- η Pόζα έκαμε "α!", έπειτα όλοι αλαφιάστηκαν, κρεμασμένοι από το στόμα του ξένου (Xenop) |
- η Mυριάνα δε λαφιάστηκε, δε φώναξε (Psichari) |
- μοσχοβολάνε τα λεφτά σου, βλάμη! - έφτασε να πη ο σερβιτόρος, για ν' αλαφιαστούν οι αστυνομικοί (Melas) |
- απρόσεκτη, είχε αφήσει την πόρτα να χτυπήση· ο σύζυγος αλαφιάζεται (id.) |
- μια φωνή γυναίκας τον έκανε να λαφιαστή (Karagatsis) |
- πήγε ν' ανοίξη τη βαριά σιδερένια πόρτα, αλλά το σκυλί αλαφιάστηκε κι άρχισε να γαβγίζη πεισματικά, γοερά (Panagiotop) |
- το χωριό είχε αλαφιάσει πάλι από το φόβο (Bastias) |
- ο λαός αναταράχτηκε τότε μέσα κι όξω, τα τσοπανόσκυλα λαφιαστήκανε (Prevelakis) |
- poem ελαφιάσθη της Aγγλίας | το θηρίο (Solom) |
- Παρασκευή θα λαφιαστής κι από θυμό θ' ανάψης (Palam) |
- κι ο ταπεινός λαός λαφιάστηκε, το ταυροστάσι αδειάζει the common crowd took fright and strove to leave the ring (Kazantz Od 6.688) |
- κι ο μαύρος πειρασμός λαφιάστηκε κι αγάλια ανακωλώνει (id. 18.408)
[fr ελαφιάζω, der of ελάφι bes αλάφι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάφιασμα το [aláfxazma] Ο49 : ξαφνικός φόβος, σκιάξιμο, τρόμαγμα, τρομάρα: T΄ ~ της ψυχής. T΄ ~ του παγιδευμένου ζώου.
[αλαφιασ- (αλαφιάζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάφιασμα [aláfjazma] το, (& rarely λάφιασμα)
- startling, fright (ening) (syn σάστισμα, σκιάξιμο, ταραχή, τρόμαγμα, τρομάρα, φόβισμα):
- ~ της ψυχής |
- το κουδούνισμα του τηλεφώνου, κάθε φορά που ακούγεται, σπέρνει ένα αόριστο ~ γύρω (Terzakis) |
- από μικρός είχε κρατήσει ένα αλλόκοτο ~ μέσα του για τον όρο τούτο "ερωμένη" (id.) |
- κάποιο λάφιασμα σπάθισε τον αέρα - να 'ταν από πουλί; (TAthanasiadis) |
- poem στοιβάζονται με κλάηματα κι ~και ζάλη | γυναίκες με ανήμπορα παιδιά και γηρατεία (Palam) |
- καθένας έχει στο μηρό σπαθί | που διώχνει τ' αλαφιάσματα της νύχτας (Seferis) |
- με του ματιού τ' ~, με του κορμιού το ρόδισμα | ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια (id.)
[der of αλαφιάζω]
- startling, fright (ening) (syn σάστισμα, σκιάξιμο, ταραχή, τρόμαγμα, τρομάρα, φόβισμα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαφιασμένος -η -ο [alafxazménos] Ε3 μππ. του αλαφιάζω : που έχει κυριευτεί από φόβο, ταραχή· τρομαγμένος: Aλαφιασμένα τ΄ αγρίμια έτρεξαν να κρυφτούν στις φωλιές τους. Tινάχτηκε όρθιος με μάτια αλαφιασμένα. Άκουσε την καρδιά της να χτυπάει αλαφιασμένη. Ξύπνησε ~ από έναν κρότο μέσα στη νύχτα. Έτρεχαν (σαν) αλαφιασμένοι.
αλαφιασμένα ΕΠIΡΡ: φοβισμένα, τρομαγμένα, ανήσυχα: Ο πατέρας την κοίταξε ~. [μππ. του αλαφιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφιασμένος, -η, -ο [alafjazménos] (& λαφιασμένος & rarely [Theotokas] ελαφιασμένος)
- startled, frightened (syn ξαφνιασμένος, σαστισμένος, ταραγμένος, τρομαγμένος):
- εσήκωσε το κεφάλι ~ |
- ξύπνησα ~ από ένα κρότο μες στη νύχτα |
- το παιδί πεταγόταν στον ύπνο του αλαφιασμένο |
- τινάχτηκα πάνω ~ |
- τινάχτηκε ολόρθος με μάτια λαφιασμένα |
- πετιέται ~he startles up |
- αλαφιασμένη πετάχτηκε μαζί του κ' η γυναίκα |
- τρέχαμε αλαφιασμένοι σαν ακούσαμε το σαματά |
- τον καρτερεί ελαφιασμένη |
- αλαφιασμένο φευγιό |
- βλέμμα αλαφιασμένο, μάτια λαφιασμένα |
- η φαντασία αλαφιασμένη αρμενίζει με σαΐτας γρηγοράδα (Bastias) |
- κοίταζε αλαφιασμένη ολόγυρα |
- έριξε μια ματιά ~ στο φίλο του |
- με μάτι αλαφιασμένο κατοπτεύανε |
- έσφιξε το κεφάλι του πάνω στο αλαφιασμένο στήθος της |
- άκουσε την καρδιά του να χτυπάη αλαφιασμένη |
- αλαφιασμένο πέταγμα (των πουλιών) |
- το αλαφιασμένο φτεροκόπημα των περιστεριών |
- η Aσημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες, αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο (Nirvanas) |
- τα θεριά μούγκρισαν αλαφιασμένα (Myriv) |
- (χοντρά παράμπολα) βαστάνε στα τραβήγματα τ' αλαφιασμένου ψαριού και στα τερτίπια της πονηριάς του (Bastias) |
- δε βάσταξε ... ν' ανακατωθή με τον ελαφιασμένο και ξεπαγιασμένο άμαχο συρφετό (Theotokas) |
- ένα κορμί ελαφιασμένο σπαρταρούσε (id.) |
- ολόκληρος ένας ~πληθυσμός έπεσε σαν τις ακρίδες μέσα στο ανάκτορο (Ouranis) |
- έφυγα ~ από τη μοναξιά του μαμούθ (Karantonis) |
- με κοιτάζουν ιδιαίτερα με μια προσοχή έντονη, ερευνητική μαζί και σαν αλαφιασμένη· με παραμονεύουν (Terzakis) |
- στα μάτια της περνάει σαν αστραπή κάτι το αλαφιασμένο, ακατανόητος τρόμος ή οραματισμός (id.) |
- ο λαός της Eξοχής ... ξεχύθηκε από τα χαράματα λαφιασμένος (Akritas) |
- (η Kλεοπάτρα) τινάχθηκε με μια κίνηση που θύμιζε πάνθηρα αλαφιασμένη (Roussos) |
- poem μια κοπελιά το γέρο ακράγγιξε και σκούζει αλαφιασμένη (Kazantz Od 20.844) |
- όπου του Mάρκου το λιοντάρι κάρφωνε μ' αλαφιασμένο μάτι | έναν κοιμάμενο βοσκό (Seferis) |
- καρδιές ακούς παρθενικές μ' αλαφιασμένους χτύπους (Melachrinos)
[ppp of αλαφιάζω w. forms ελαφιάζω, λαφιάζω]
- startled, frightened (syn ξαφνιασμένος, σαστισμένος, ταραγμένος, τρομαγμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαφιάτης s. λαφιάτης.
[Λεξικό Κριαρά]
- αλαφίνα η,
- βλ. ελαφίνα.



