Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Διε%
102 εγγραφές [101 - 102]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεφθαρμένος -η -ο [δiefθarménos] Ε3 μππ. του διαφθείρω : που τον έχουν διαφθείρει ή που έχει διαφθαρεί· ανήθικος·. α. που έχει χάσει κάθε ηθικό φραγμό, που βρίσκεται στο έσχατο σημείο της ανηθικότητας: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Διεφθαρμένη γυναίκα. || (παρωχ.) σεξουαλικά ανήθικος, συνήθ. για γυναίκα. β. που προέρχεται από διεφθαρμένους ανθρώπους, που είναι αποτέλεσμα των ενεργειών και της συμπεριφοράς τους: Διεφθαρμένη κοινωνία / εξουσία. Διεφθαρμένο καθεστώς.

[λόγ. < αρχ. διεφθαρμένος `κατεστραμμένος΄ μππ. του ρ. διαφθείρω σημδ. γαλλ. corrompu]

[Λεξικό Κριαρά]
διέχω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) (Προκ. για μάτια) προσηλώνω:
      • ήθελε τους οφθαλμούς εις τον νέον διέχειν (Διγ. Z 1667).
    • 2) Έχω:
      • το κάλλος το τερπνόν όπερ αυτή διέχει (Διγ. Z 1684).
  • II. (Μέσ.) διασχίζω:
    • διέξομαι τον τόπον μου (Ψευδο-Σφρ. 34217).

[αρχ. διέχω]

< Προηγούμενο   1... 7 8 9 10 [11]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες