Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Διε%
102 εγγραφές [61 - 70]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερμηνέας ο [δierminéas] Ο21 θηλ. διερμηνέας [δierminéas] : μεταφραστής ο οποίος χρησιμοποιείται σε συνεννοήσεις που γίνονται ανάμεσα σε πρόσωπα που το ένα δε γνωρίζει τη γλώσσα του άλλου: Ήξερε πολλές ξένες γλώσσες και έκανε το διερμηνέα στους ξένους που επισκέπτονταν το νησί του. ~ σε πρεσβεία / σε προξενείο, υπάλληλος που γνωρίζει τη γλώσσα της χώρας όπου βρίσκεται η πρεσβεία. (έκφρ.) κάνω σε κπ. το διερμηνέα, του μεταφράζω κτ. που δεν καταλαβαίνει και με επέκταση, του επεξηγώ κτ. || Mέγας Διερμηνέας, ανώτερο αξίωμα στην Οθωμανική Aυτοκρατορία· δραγουμάνος.

[λόγ. διερμην(εύω) -εύς > -έας (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερμηνεία η [δierminía] Ο25 : το έργο του διερμηνέα: Σχολή μετάφρασης και διερμηνείας.

[λόγ. < ελνστ. διερμηνεία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερμήνευση η [δiermínefsi] Ο33 : η ενέργεια του διερμηνεύω, η έκφραση των σκέψεων κάποιου άλλου, εξ ονόματός του.

[λόγ. < ελνστ. διερμήνευ(σις) -ση, αρχ. σημ.: `διαπραγμάτευση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερμηνευτής ο [δiermineftís] Ο7 : (σπάν.) αυτός που διερμηνεύει κτ.

[λόγ. < ελνστ. διερμηνευτής]

[Λεξικό Κριαρά]
διερμηνευτής ο.
  • Διερμηνέας:
    • εν τῳ παλατίῳ εγένετο ζήτησις τινός διερμηνευτού (Δούκ. 16118).

[μτγν. ουσ. διερμηνευτής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερμηνεύω [δierminévo] -ομαι Ρ5.1 : εκφράζω με λόγια ή με ενέργειες τις σκέψεις ή τις επιθυμίες κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων, που τους εκπροσωπώ: Yποδέχτηκα τους ξένους αντιπροσώπους και τους διερμήνευσα τα φιλικά αισθήματα του λαού μας. H κυβέρνηση διερμηνεύοντας το κοινό αίσθημα υποσχέθηκε συμπαράσταση στους ομογενείς μας.

[λόγ. < ελνστ. διερμηνεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
διερμηνεύω· διαρμηνεύω.
  • 1) Εξηγώ, δίνω εξήγηση:
    • το κεφάλαιον όπερ … λέγει και διερμηνεύει το πως … (Χρον. Μορ. H 7641).
  • 2) (Προκ. για διήγηση) εκθέτω, διηγούμαι:
    • τι να λέγω τα πολλά και να σας διερμηνεύω; (Χρον. Μορ. H 8536).
  • 3) Περιγράφω κ.:
    • λεπτώς του τα εδιερμήνεψεν (Χρον. Μορ. H 8195).
  • 4) Οδηγώ, καθοδηγώ· συμβουλεύω κάπ.:
    • Ευχαριστώ τους Έρωτες οπού με διαρμηνεύσαν (Ch. pop. 354).
  • 5) Προορίζω:
    • σε τούτο η μαγειά μ’ έχει διαρμηνεμένη (Αλεξ. 266).

[μτγν. διερμηνεύω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διέρχομαι [δiérxome] Ρ αόρ. διήλθα, απαρέμφ. διέλθει : 1α. (λόγ.) περνώ από κάπου: H αμαξοστοιχία διέρχεται από τα σύνορα / από το σταθμό της Λάρισας. β. (μπε.) Διερχόμενη αμαξοστοιχία, που περνά από κάποιο συγκεκριμένο σταθμό. || (ως ουσ.) οι διερχόμενοι, ο κόσμος που περνά στο δρόμο· περαστικοί. Kέντρο* διερχομένων. 2. περνώ από κάποια φάση της ζωής ή της εξέλιξής μου: H οικονομία διέρχεται κρίση.

[λόγ. < αρχ. διέρχομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
διέρχομαι.
  • (Με υποκ. τη λ. ποινή) επιβάλλομαι:
    • πικρά … εις αυτόν διέλθῃ ποινή (Δούκ. 21320).

[αρχ. διέρχομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερωτώμαι [δierotóme] Ρ11 : διατυπώνω ερωτήματα, απορίες, στον ίδιο τον εαυτό μου· αναρωτιέμαι: ~, αν υπάρχει λύση σε αυτά τα προβλήματα. Δε διερωτήθηκες ποτέ, γιατί είναι τόσο πρόθυμος να μας βοηθήσει;

[λόγ. αυτοπ. < αρχ. διερωτῶ `ρωτώ συνεχώς΄ σημδ. γαλλ. s΄interroger]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες