Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἡμιπλήξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ημιπληξία η.
  • Ημιπληγία:
    • εγένετο το της ημιπληξίας νόσημα τῳ αγίῳ βασιλεί κυρ Μανουήλ (Σφρ., Χρον. 2214).

[<παλαιότ. ουσ. ημιπληγία (7. αι., L‑S) με επίδρ. του μτγν. ημιπλήξ. Η λ. το 12. αι. (Steph., Trapp 1985: 165)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες