Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άρπαγος, επίθ.
-
- Που έχει τάση ή αρέσκεται στην αρπαγή, αρπαχτικός, πλεονέκτης:
- O αετός, ως άρπαγος, … τα αλεπόπουλά ’φαγε (Aιτωλ., Mύθ. 19).
[αρχ. επίθ. άρπαγος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που έχει τάση ή αρέσκεται στην αρπαγή, αρπαχτικός, πλεονέκτης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρπαγος s. άρπαγας.



