Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀποβατικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποβατικός -ή -ό [apovatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην απόβαση, ο κατάλληλος ή ο προορισμένος για απόβαση: Aποβατικά σώματα / τμήματα. Aποβατική άσκηση. Aποβατικά σκάφη. || (ως ουσ.) το αποβατικό, αποβατικό σκάφος.

[λόγ. < ελνστ. ἀποβατικός `που πηδάει απ΄ τ΄ άλογο΄ κατά τη σημ. της λ. απόβαση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποβατικός, -ή, -ό [apovatikós] (L)
  • ① AG athl of or for the sport of the αποβάτης (q.v.):
    • το βάθρο είναι από το ανάθημα κάποιου νικητή στους αποβατικούς αγώνες (Brouskari, adapted)
  • ② navy of or for landing:
    • ~ στόλος, στρατός |
    • αποβατικό πλοιάριο, πυροβόλο, σκάφος |
    • αποβατική δύναμη, επιχείρηση, έφοδος, μονάδα |
    • αποβατική άκατος, λέμβος landing-boat, landing-barge |
    • δεν έρχονται να μείνουν εκεί αποβατικά αγήματα ή πληθυσμοί (Vacalop) |
    • δεν είναι μυστικό πως κάνει αποβατικές ασκήσεις (Tsirkas)

[fr kath αποβατικός ← K ἀποβατικός; sense 2 neol (Koumanoudis)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες