Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀμφιθαλής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφιθαλής -ής -ές [amfiθalís] Ε10 : (νομ.) για αδέρφια που έχουν γεννηθεί από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα. ANT ετεροθαλής.

[λόγ. < αρχ. ἀμφιθαλής `με ζωντανούς και τους δύο γονείς΄ (η σημερ. σημ. μσν., κατά το αντ. ετεροθαλής)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιθαλής, -ής [amfiθalís] (L)
  • having the same two parents, of brothers and sisters (syn L αυτάδελφος, ομοπάτριος και ομομήτριος, ant ετεροθαλής):
    • είμαστε αμφιθαλείς αδελφοί, αδελφές |
    • αδελφός και αδελφή αμφιθαλείς |
    • ~ αδελφός full brother, ~ αδερφή full sister |
    • ο παρεπίτροπος δεν λαμβάνεται από τη γραμμή, στην οποία ανήκε ο επίτροπος, εκτός αν αυτός είναι ~ αδελφός του ανηλίκου (Christidis AK)

[fr PatrG αμφιθαλής 'having two parents' ← AG αμφιθαλής, in pl 'who have both parents alive']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες