Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωκέα
9 items total [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεάνιος -α -ο [okeánios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ωκεανό: Ωκεάνια λεκάνη. Ωκεάνια περίοδος, η κοσμογονική προϊστορική περίοδος κατά την οποία σχηματίστηκαν οι ωκεανοί και οι ήπειροι. || Ωκεάνιο κλίμα, το κλίμα των περιοχών που βρίσκονται κοντά σε ωκεανούς και υφίσταται την επίδρασή τους.

[λόγ. < ελνστ. Ὠκεάνειος (σφαλερή γραφή Ὠκεάνιος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανογραφία η [okeanoγrafía] Ο25 : η επιστήμη που περιγράφει και μελετά τις θάλασσες και τη διαμόρφωση του βυθού τους: Iνστιτούτο Ωκεανογραφίας.

[λόγ. < γαλλ. océanographie < océan < αρχ. Ὠκεαν(ός) -ο- + -graphie = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανογραφικός -ή -ό [okeanoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ωκεανογραφία, στην περιγραφή και μελέτη των θαλασσών και του βυθού τους: Ωκεανογραφικό μουσείο. ~ άτλας. Ωκεανογραφική μελέτη. Ωκεανογραφικό σκάφος.

[λόγ. < γαλλ. océanographique < océanograph(ie) = ωκεανογραφ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανογράφος ο [okeanoγráfos] Ο18 θηλ. ωκεανογράφος [okeanoγráfos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην ωκεανογραφία.

[λόγ. < γαλλ. océano graphe < océano(graphie) = ωκεανο(γραφία) -graphe = -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανολογία η [okeanolojía] Ο25 : ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη της οικονομικής εκμετάλλευσης και προστασίας των θαλασσών σε συνδυασμό με τα πορίσματα της ωκεανογραφίας.

[λόγ. < γαλλ. océanologie < océan < αρχ. Ὠκεαν(ός) -ο- + -logie = -λογία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανολογικός -ή -ό [okeanolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ωκεανολογία: Ωκεανολογικές μελέτες.

[λόγ. < γαλλ. océanologique < océanolog(ie) = ωκεανολογ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανολόγος ο [okeanolóγos] Ο18 θηλ. ωκεανολόγος [okeanolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην ωκεανολογία.

[λόγ. < γαλλ. océanologue < océano(logie) = ωκεανο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανοπλοΐα η [okeanoploía] Ο25 : μετακίνηση ή μεταφορά με πλοίο σε ωκεανό· ναυσιπλοΐα σε ωκεανό.

[λόγ. ωκεαν(ός) -ο- + -πλοΐα κατά το ναυσιπλοΐα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανός ο [okeanós] Ο17 : α. (γεωγρ.) μεγάλη θαλάσσια έκταση που χωρίζει τις ηπείρους της γης: Aτλαντικός / Ειρηνικός / Iνδικός / Bόρειος Παγωμένος / Nότιος Παγωμένος Ωκεανός. Tα όρια μεταξύ ωκεανών και θαλασσών είναι συμβατικά. β. (μτφ.) για ό,τι είναι αριθμητικά απέραντο και αχανές· (πρβ. χάος): ~ γνώσεων / προβλημάτων. Xάθηκε μέσα στον ωκεανό των λεπτομερειών. ΦΡ σταγόνα* στον ωκεανό.

[λόγ. < ελνστ. ὠκεανός, αρχ. σημ.: `η μεγάλη εξωτερική θάλασσα΄ & θεός, γιος του Ουρανού και της Γης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go