Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωριάζω [psorjázo] Ρ2.1α μππ. ψωριασμένος : προσβάλλομαι από τη δερματική πάθηση της ψώρας: Ψώριασε το σκυλί και θέλουν να το διώξουν. Ψωριασμένο άλογο.
[μσν. ψωριάζω < αρχ. ψωρι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βά ση το συνοπτ. θ. ψωριασ-]



