Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιττακίζω [psitakízo] Ρ2.1α : (λόγ.) παπαγαλίζω.
[λόγ. < μσν. ψιττακίζω `μιλώ πολύ΄ < ψιττακ(ός) -ίζω σημδ. αγγλ.(;) parrot]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < μσν. ψιττακίζω `μιλώ πολύ΄ < ψιττακ(ός) -ίζω σημδ. αγγλ.(;) parrot]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |