Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευτοδουλεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευτοδουλεύω [pseftoδulévo] Ρ5.2α : εργάζομαι ευκαιριακά, δεν έχω πλήρη και ικανοποιητική επαγγελματική απασχόληση: Ψευτοδούλευε από δω κι από κει, περιμένοντας το διορισμό του.

[ψευτο- + δουλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες