Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαραίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαραίνω [psaréno] Ρ7.4α : παίρνω ψαρί χρώμα: Οι κρόταφοί του άρχισαν να ψαραίνουν.

[ψαρ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες