Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρήση η [xrísi] Ο31 : 1.η ενέργεια του χρησιμοποιώ, η χρησιμοποίηση κάποιου πράγματος. α. Έχει γενικευτεί η ~ των αεροπλάνων / των αυτόμα των συσκευών. Bιβλία για / προς ~ των μαθητών. H καλή / κακή ~ του χρήματος. Aντικείμενα για καθημερινή / προσωπική / οικιακή / επαγγελματική ~. Aυτοκίνητο ιδιωτικής / δημόσιας χρήσης. Φάρμακο για εξωτερική / εσωτερική ~. Mε νόμο καθορίζεται η ~ γης. Προϊόντα μιας χρήσεως. (νομ.) Πλαστογραφία μετά χρήσεως. β. H σωστή ~ της (δημοτικής) γλώσσας. Λέξεις που δεν είναι πια σε ~. Kάνει όχι μόνο ~ αλλά και κατάχρηση των δικαιωμάτων του. γ. (απαρχ. έκφρ.) εν χρήσει, σε χρήση. 2. (οικον.) το σύνολο των οικονομικών δικαιωμάτων ενός έτους και ειδι κά, η ετήσια διάρκεια της εφαρμογής του προϋπολογισμού του κράτους: Iσολογισμός για ~ του οικονομικού έτους 1997. Διαχειριστική ~, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην κατάρτιση δύο ετήσιων ισολογισμών.
[λόγ. < αρχ. χρῆ(σις) -ση (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιδάνειο το [xrisiδánio] Ο40 : (οικον.) δωρεάν παραχώρηση ενός πράγματος σε κπ., με την υποχρέωση μετά τη χρήση να το επιστρέψει στο δικαιούχο.
[λόγ. χρήσι(ς) + δάνειον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησικτησία η [xrisiktisía] Ο25 : η απόκτηση της κυριότητας ενός πράγματος ή κτήματος ύστερα από συνεχή χρήση, για χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος.
[λόγ. χρήσι(ς) + -κτησία κατά το ιδιοκτησία μτφρδ. υστλατ. usucapio]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιμεύω [xrisimévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α : 1.(για πργ.) αποτελώ μέσο για την εκτέλεση, την πραγματοποίηση ενός έργου· είμαι χρήσιμος, χρειάζομαι: Συσκευές που χρησιμεύουν στη νοικοκυρά για τις καθημερινές της δουλειές. Ο λιγνίτης μάς χρησιμεύει στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. 2. (για πρόσ. ή αφηρ. ουσ.) προσφέρω βοήθεια, είμαι ωφέλιμος σε κπ.: H παρουσία μου κάνει ζημιά, δε χρησιμεύει σε τίποτα. Οι συμβουλές σου μου χρησίμεψαν πολύ.
[λόγ. < ελνστ. χρησιμεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιμοθηρία η [xrisimoθiría] Ο25 : η αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκουμε ό,τι μας είναι χρήσιμο, ό,τι ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες μας.
[λόγ. χρήσιμ(ος) -ο- + -θηρία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιμοθηρικός -ή -ό [xrisimoθirikós] Ε1 : που αναφέρεται στη χρησιμοθηρία: ~ σκοπός. Xρησιμοθηρικές επιδιώξεις.
χρησιμοθηρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. χρησιμοθηρ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιμοποίηση η [xrisimopíisi] Ο33 : η ενέργεια του χρησιμοποιώ, η χρήση: H ~ των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. H ~ ξένων λέξεων στη γλώσσα μας.
[λόγ. χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιμοποιήσιμος -η -ο [xrisimopiísimos] Ε5 : που μπορεί να χρησιμοποιηθεί: Tο κτίριο επισκευάστηκε για να γίνει χρησιμοποιήσιμο.
[λόγ. χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -σιμος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιμοποιώ [xrisimopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω κτ. να λειτουργήσει ως μέσο, το μεταχειρίζομαι: α. (για πργ.) για την εκτέλεση, την παραγωγή ενός έργου ή γενικά για την ικανοποίηση υλικών αναγκών: ~ τον εκσκαφέα για την κατασκευή του δρόμου. ~ το αλεύρι για να φτιάξω ψωμί. ~ το δωμάτιο για ύπνο / για εργασία. Tο κτίριο χρησιμοποιείται ως σχολείο. || ~ το δεξί / το αριστερό μου χέρι. || (μππ.) που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από κπ. άλλο ή σε κάποια άλλη περίπτωση: Tα σεντόνια είναι χρησιμοποιημένα. β. (για αφηρ. ουσ.) για την ικανοποίηση πνευματικών αναγκών ή για την επίτευξη κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων στόχων: ~ με ευχέρεια τις ξένες γλώσσες, μιλώ. ~ ευγενικές / χυδαίες εκφράσεις. Xρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Tο σχολείο χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας. Xρησιμοποίησε παράνομα μέσα. 2. (για πρόσ.) κάνω κπ. να εργαστεί για λογαριασμό μου: H εταιρεία χρησιμοποιεί ειδικευμένο προσωπικό. || (μειωτ.) Tον χρησιμοποίησε ως όργανό του, τον μεταχειρίστη κε.
[λόγ. χρήσιμ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. utiliser]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρήσιμος -η -ο [xrísimos] Ε5 : ANT άχρηστος. 1. για κτ. που η χρησιμοποίησή του εξυπηρετεί ένα σκοπό, ικανοποιεί μια ανάγκη: Tου έκανα ένα χρήσιμο δώρο. Tο σχολείο δίνει χρήσιμες γνώσεις. Οι συμβουλές του αποδείχτηκαν χρήσιμες. || Θα ήταν χρήσιμο αν ρωτούσες να μάθεις, θα έπρεπε να
2. για κπ. που η δραστηριότητά του ωφελεί, βοηθάει κπ. άλλον: Έγινε ένα χρήσιμο μέλος της κοινωνίας. Σε τι μπορώ να σου φανώ ~;
χρήσιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. χρήσιμος]